Μεταρρυθμίσεις και χρέος, «κλειδιά» για νέες αναβαθμίσεις

Αναβαθμίσεις Ελλάδας: Τι σηματοδοτεί η «στασιμότητα» των οίκων αξιολόγησης;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Το «story» των αλλεπάλληλων αναβαθμίσεων της Ελλάδας, το οποίο ξεκίνησε πριν από περίπου επτά χρόνια και επιταχύνθηκε από το 2020, έχει πλέον φτάσει σε ένα κομβικό σημείο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν άλλες αναβαθμίσεις, ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές των οίκων αξιολόγησης που μίλησαν στην «Κ», θα είναι πιο αργές και θα απαιτήσουν σημαντική, περαιτέρω προσπάθεια στον τομέα των δημοσιονομικών και των μεταρρυθμίσεων. Ένα σαφές μήνυμα που στέλνουν είναι ότι η σύγκλιση με την αξιολόγηση άλλων χωρών του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες έχουν επιστρέψει στην κατηγορία του «Α», είναι υπόθεση αρκετών ακόμη ετών. Την ίδια άποψη συμμερίζονται και οικονομολόγοι των ελληνικών συστημικών τραπεζών.

Από την κατηγορία του «C» και του… απόλυτου junk, όπου η Ελλάδα είχε βρεθεί από το 2011 και παρέμεινε έως και το 2017, η χώρα ανέβηκε αρκετά γρήγορα τα σκαλοπάτια των αξιολογήσεων. Έτσι, από το 2023, έφτασε στην επενδυτική βαθμίδα και ανέβηκε ένα σκαλοπάτι πάνω από αυτήν το 2024, με βάση την αξιολόγηση τριών από τους πέντε οίκους αξιολόγησης (Scope Ratings, DBRS, S&P). Οι Moody’s και Fitch «δίνουν» χαμηλό investment grade.

«Η Ελλάδα βίωσε από τις πιο απότομες πορείες βελτίωσης της αξιολόγησης στην Ευρωζώνη μετά το 2017, υποστηριζόμενη από τη μείωση του χρέους, την ισχυρή ανάπτυξη, την εξυγίανση των τραπεζών και τις σταθερές πολιτικές της Ευρωζώνης», σημειώνει στην «Κ» ο Τζέικομπ Σουάλσκι, επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings για την Ελλάδα. Ωστόσο, όπως τονίζει, ενόψει και της «ετυμηγορίας» του οίκου στις 17 Νοεμβρίου, η επόμενη αναβάθμιση θα απαιτήσει χρόνο. «Με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η αρχική φάση κάλυψης (catch-up) του χαμένου εδάφους έχει ολοκληρωθεί και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις θα εξαρτηθούν από μια πιο διαρκή πρόοδο».

Ανάλογο σήμα για… στασιμότητα στην αξιολόγηση της χώρας δίνει και η DBRS, η οποία ολοκλήρωσε αυτόν τον μήνα τις αξιολογήσεις της Ελλάδας για το 2025. «Έχουμε αναβαθμίσει την Ελλάδα επανειλημμένως κατά την τελευταία πενταετία, ωστόσο οι σταθερές προοπτικές που δίνουμε υποδηλώνουν ότι δεν είναι επικείμενη περαιτέρω δράση αξιολόγησης», επισημαίνει στην «Κ» ο Τζέισον Γκράφαμ, επικεφαλής αξιολογήσεων του οίκου.

Αν και η Ελλάδα έχει ανακτήσει τα δύο τρίτα των απωλειών στην αξιολόγησή της που επέφερε η πολυετής κρίση, το ακόμη υψηλό έλλειμμα στον λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών, η διατήρηση ισχυρής ανάπτυξης πέραν της λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης και κυρίως η πορεία του χρέους αναμένεται να καθορίσουν την ταχύτητα με την οποία θα μπορέσει να επιστρέψει στην κατηγορία αξιολόγησης «Α» που είχε πριν από περίπου 16 χρόνια.

Όπως επισημαίνει στην «Κ» ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα, περαιτέρω αναβαθμίσεις θα απαιτούσαν μεγαλύτερη πρόοδο στη βελτίωση των ευπαθειών. «Σε σύγκριση με χώρες κατηγορίας “Α”, βλέπουμε ότι υπάρχουν δύο βασικοί περιορισμοί στο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας. Πρώτον, το υψηλό και παρατεταμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών υποδηλώνει πιο εκτεθειμένη εξωτερική θέση, λόγω και της υψηλής εξάρτησης από τις εισαγωγές. Η αξιολόγηση επηρεάζεται επίσης από το ακόμη υψηλό επίπεδο εξωτερικού χρέους, μεγάλο μέρος του οποίου είναι δημόσιο», όπως εξηγεί. Σημειώνεται πως η επόμενη αξιολόγηση της S&P για την Ελλάδα είναι στις 17 Οκτωβρίου.

Θέμα αρκετών ακόμη ετών θα είναι η σύγκλιση της Ελλάδας με την αξιολόγηση άλλων χωρών του Νότου που έχουν επιστρέψει στην κατηγορία Α, λένε οι οίκοι.

Παρόλη τη βελτίωσή τους, τα θεμελιώδη μακροοικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας απέχουν σημαντικά από τα αντίστοιχα των οικονομιών με αξιολόγηση «Α», σημειώνει στην «Κ» ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς. «Περαιτέρω αναβαθμίσεις θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο και ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας, κυρίως ως προς το θέμα του χρέους προς ΑΕΠ», προσθέτει.

Ο Νίκος Μαγγίνας, επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας, εκτιμά πως υπάρχει προσδοκία αναβάθμισης κατά επιπλέον 1 με 2 βαθμίδες την επόμενη διετία, με βάση τη συγκριτική τιμολόγηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. «Ωστόσο, ακόμη και τότε θα απέχουμε 2 με 3 βαθμίδες από τα ιστορικά υψηλά του 2004 (με τη χώρα να παραμένει στην ευρύτερη κατηγορία «Α» μέχρι το 2009)», σημειώνει στην «Κ».

Όπως εξηγεί, η επιστροφή στην κλίμακα του «Α» θα είναι όμως πολύ πιο δύσκολη, καθώς:

1) Το διεθνές περιβάλλον έχει επιδεινωθεί και το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ της Ευρωζώνης σταθεροποιείται κοντά στο 90% (έναντι 70% το 2001-2008), με όλες τις μεγάλες οικονομίες πλην Γερμανίας να καταγράφουν τριψήφιο ποσοστό.

2) Τα πλαίσια αξιολόγησης των οίκων έχουν αλλάξει μετά τη διεθνή κρίση, έχοντας γίνει πιο απαιτητικά (ενδογενείς προβλέψεις τάσεων, κριτήρια ESG, στάθμιση πρόσθετων χρηματοοικονομικών και γεωπολιτικών παραγόντων).

3) Σταδιακά η έμφαση θα δοθεί στην έκταση της διαρθρωτικής βελτίωσης της οικονομίας και στο μακροχρόνιο αναπτυξιακό δυναμικό της, πεδία για τα οποία οι οίκοι διατηρούν επιφυλακτική στάση.

«Το “τελευταίο μίλι” προς τις πλέον ανεπτυγμένες αγορές θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια σε σύγκριση με το παρελθόν, σε ένα πιο δύσκολο περιβάλλον, αλλά αν μετατραπεί σε εθνικό στόχο, θα σηματοδοτεί ένα εντελώς νέο κεφάλαιο για την ελληνική οικονομία», τονίζει ο κ. Μαγγίνας.