Ακμάζει ο Νότος της Ευρώπης, προβλήματα στον Βορρά

Ανατροπή στην Ευρώπη: Οι «PIGS» σώζουν την οικονομία, ο Βορράς υποφέρει;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους στις αρχές του 2010 είχε δημιουργήσει την εντύπωση μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων: οι δημοσιονομικά «υγιείς» χώρες του πυρήνα, με ηγέτιδα τη Γερμανία, και οι «σπάταλες» νότιες χώρες της περιφέρειας, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, γνωστές και ως PIGS. Σήμερα, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ηπείρου παλεύουν με χαμηλή ανάπτυξη και αυξανόμενα ελλείμματα.

Η Γαλλία βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, αντιμετωπίζοντας δημοσιονομική και πολιτική κρίση. Η Βρετανία εξετάζει αύξηση της φορολογίας για να μειώσει το έλλειμμα και να καθησυχάσει τις αγορές. Ακόμα και η παραδοσιακά συνεπής Γερμανία, όπως και η Ολλανδία, βλέπουν το χρέος τους να αυξάνεται, αν και ξεκινούν από χαμηλότερα επίπεδα. Αντίθετα, οι χώρες του Νότου αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις, με τις κυβερνήσεις που πριν από 15 χρόνια βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας να εμφανίζουν πλέον σχεδόν ισοσκελισμένους ισολογισμούς.

"Μετά την κρίση χρέους, η Νότια Ευρώπη πήρε τα δημοσιονομικά της μαθήματα", δήλωσε στη Wall Street Journal ο Φιλίππο Ταντέι, οικονομολόγος της Goldman Sachs. "Σε κάθε μία από αυτές τις χώρες, οι δημοσιονομικές προοπτικές είναι αξιοσημείωτα πιο προσεκτικές σε σύγκριση με τη Γαλλία ή ακόμα και από την Ολλανδία ή τη Γερμανία".

Η ανατροπή αυτή είναι ίσως το απροσδόκητο αποτέλεσμα της κρίσης, η οποία ανάγκασε τις χώρες του Νότου σε επώδυνες μειώσεις δαπανών στο πλαίσιο των πακέτων διάσωσης. Τα προγράμματα λιτότητας άφησαν βαθιά τραύματα: η ελληνική οικονομία παραμένει περίπου ένα πέμπτο μικρότερη σε σχέση με το μέγεθός της πριν από την κρίση. Η ανεργία επίσης παραμένει υψηλή σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, οι χώρες υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, η μείωση της γραφειοκρατίας, οι ιδιωτικοποιήσεις και η αλλαγή των εργασιακών νόμων.

«Πολλές από τις χώρες που τα πάνε καλύτερα στην Ευρώπη τώρα είναι χώρες που ήταν παλιά στα προγράμματα… Αναδύθηκαν πιο ανθεκτικές σε σύγκριση με τις οικονομικές δομές που είχαν πριν από 15 χρόνια», υπογράμμισε ο Φρανκ Γκιλ, οικονομολόγος της S&P Global.

Η ισπανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3,5% πέρυσι, ένας από τους ταχύτερους ρυθμούς στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η Ελλάδα σημείωσε ρυθμό 2,3%, υπερδιπλάσιο από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η Γερμανία, αντίθετα, συρρικνώθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.

Η εκτίναξη του τουρισμού έπαιξε ρόλο, όπως και τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις και δάνεια που έλαβαν οι χώρες του Νότου από την Ε.Ε. για την αναβάθμιση των υποδομών τους. Όμως, ο Ταντέι της Goldman Sachs υποστηρίζει ότι οι οικονομικές αλλαγές που ευνοούν τη Νότια Ευρώπη είναι βαθύτερες.

Το Μιλάνο, η Λισσαβώνα και η Σεβίλλη έχουν μετατραπεί σε κόμβους τεχνολογίας, οικονομικών και startups. Οι αγορές εργασίας δημιουργούν θέσεις υψηλών δεξιοτήτων, κάτι που αναμένεται να τονώσει την παραγωγικότητα. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις παρακολουθούν στενά τα όρια δαπανών και τις πιθανές επιπτώσεις από την υπέρβασή τους.

Τώρα, οι χώρες του πυρήνα της Ευρώπης αντιμετωπίζουν προβλήματα. Το αναπτυξιακό μοντέλο της Δυτικής Ευρώπης, που βασίζεται στο εμπόριο και τη βιομηχανία, έχει κλονιστεί από τους αμερικανικούς δασμούς, τον αυξανόμενο κινεζικό ανταγωνισμό και το τέλος της φθηνής ρωσικής ενέργειας.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δανείστηκαν υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης προσπαθούν τώρα να βάλουν τα οικονομικά τους σε τάξη. Οι χώρες του Νότου έχουν επαναφέρει τα ελλείμματά τους στα επίπεδα πριν από την πανδημία, αλλά οι κυβερνήσεις του Βορρά δυσκολεύονται να αυξήσουν τα έσοδά τους εν μέσω ασθενούς ανάπτυξης.

Η Γαλλία αναμένεται να εμφανίσει έλλειμμα 5,4% του ΑΕΠ φέτος, σε σύγκριση με 2,4% πριν από την πανδημία. Αντίστοιχα, τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό της Βρετανίας, της Αυστρίας και του Βελγίου ξεπερνούν το 4%. Η Γερμανία θα διαθέσει έως και 1 τρισεκατομμύριο ευρώ σε υποδομές και άμυνα, μια κίνηση που αναμένεται να τονώσει την ανάπτυξη, αλλά και να αυξήσει το έλλειμμα πάνω από το όριο της Ε.Ε. για 3%.

Τα επόμενα χρόνια, οι κεφαλαιακές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω των δημογραφικών αλλαγών, των υποσχέσεων για αύξηση των αμυντικών δαπανών, της μετάβασης σε πράσινες ενέργειες και της αύξησης των τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ωστόσο, οι προσπάθειες περιορισμού των δαπανών έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής.

Τον τελευταίο χρόνο, η Γαλλία έχασε τρεις κυβερνήσεις λόγω των σχεδίων για μείωση των δαπανών. Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιέν Λεκορνί, ο οποίος παραιτήθηκε και ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του μέσα σε λίγες ημέρες τον Οκτώβριο, ανακοίνωσε την αναστολή του εμβληματικού ασφαλιστικού νόμου του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος αυξάνει σταδιακά το όριο συνταξιοδότησης.

«Υπάρχει σαφώς μία αναγνώριση ότι πρέπει να γίνει κάτι», ανέφερε ο Γκιλ της S&P στη WSJ. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι ακριβώς πρέπει να γίνει».

Όσο η ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, οι ψηφοφόροι δυσανασχετούν και στρέφονται στα πολιτικά άκρα, εντείνοντας τον πολιτικό κατακερματισμό και δυσχεραίνοντας την επίτευξη συμφωνίας σε επώδυνες οικονομικές πολιτικές. «Στη Γαλλία, στη Βρετανία και πιθανώς στη Γερμανία, οι προκλήσεις στα κρατικά ταμεία αυξάνουν την πολιτική αστάθεια, γεγονός που δυσχεραίνει τις αλλαγές», δήλωσε ο Μουχτάμπα Ράχμαν, επικεφαλής Ευρώπης στο Eurasia Group.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μέρος της ευθύνης φέρουν τα τεράστια προγράμματα επαναγοράς μετοχών από την ΕΚΤ μετά την κρίση και την πανδημία, τα οποία μείωσαν το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κυβερνήσεις. «Αυτή τη στιγμή, καμία χώρα δεν έχει φτάσει στο χείλος του γκρεμού, εν μέρει διότι η ΕΚΤ ήταν εκεί στο φόντο… Αλλά το να φτάσει κανείς στο χείλος του γκρεμού ίσως είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ώστε να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις που χτίζονται σταδιακά», επισήμανε ο Ράχμαν.

Ο Μαχμούντ Πραντάν, επικεφαλής οικονομολόγος της Amundi, σημείωσε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν απειλούνται άμεσα από μία κρίση χρέους. Η Γερμανία, ειδικότερα, έχει σχετικά χαμηλό χρέος, στο 64% του ΑΕΠ. Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας εκτινάχθηκε φέτος, ξεπερνώντας το ιταλικό, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει δυσκολευτεί να βρει αγοραστές για τους τίτλους της. Ο Πραντάν προειδοποιεί, ωστόσο, ότι όσες χώρες ξοδεύουν υπερβολικά τώρα, ίσως δένουν τα χέρια τους σε μελλοντικές κρίσεις. «Η πραγματική παράλυση είναι ότι η Ευρώπη δεν θα έχει τον δημοσιονομικό χώρο να απαντήσει σε μελλοντικά σοκ», τόνισε.