Αλλάζει η Ευρώπη το σχέδιο για τα αυτοκίνητα: Τι σημαίνει αυτό;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε από το Στρασβούργο ένα νέο, ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων με στόχο έναν καθαρό και ανταγωνιστικό αυτοκινητοβιομηχανικό τομέα, σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή πολιτική για την κινητικότητα βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο.
Το επονομαζόμενο «Αυτοκινητικό Πακέτο» επιδιώκει να στηρίξει τον κλάδο στην πορεία προς την καθαρή κινητικότητα, συνδυάζοντας την κλιματική φιλοδοξία με μεγαλύτερη ευελιξία για τη βιομηχανία. Ωστόσο, η απόφαση αυτή σηματοδοτεί μια σαφή απομάκρυνση από τις προηγούμενες, αυστηρότερες δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2035, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις και ομάδες καταναλωτών.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τόνισε ότι «Καινοτομία. Καθαρή κινητικότητα. Ανταγωνιστικότητα. Αυτές ήταν οι κορυφαίες προτεραιότητες στους εντατικούς διαλόγους μας με την αυτοκινητοβιομηχανία, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τους ενδιαφερόμενους φορείς. Και σήμερα, τις αντιμετωπίζουμε όλες μαζί», υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι, καθώς η τεχνολογία μεταμορφώνει γρήγορα την κινητικότητα και η γεωπολιτική αναδιαμορφώνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, «η Ευρώπη παραμένει στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας καθαρής μετάβασης».
Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο, προβλέπεται αναθεώρηση των υφιστάμενων προτύπων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για αυτοκίνητα και φορτηγά ελαφρού τύπου, καθώς και στοχευμένη τροποποίηση των προτύπων για τα βαρέα οχήματα. Επιπλέον, εισάγεται μια νέα πρωτοβουλία για την απανθρακοποίηση των εταιρικών στόλων, με δεσμευτικούς εθνικούς στόχους για οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών.
Τα νέα πρότυπα στοχεύουν να στηρίξουν τη βιομηχανία, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία και τεχνολογική ουδετερότητα, χωρίς να εγκαταλείπεται πλήρως η ώθηση προς την ηλεκτροκίνηση. Από το 2035 και μετά, οι κατασκευαστές θα πρέπει να επιτυγχάνουν μείωση των εκπομπών καυσαερίων κατά 90%, με το υπόλοιπο 10% να αντισταθμίζεται μέσω της χρήσης χάλυβα χαμηλών εκπομπών που παράγεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μέσω συνθετικών και βιοκαυσίμων.
Αυτή η ρύθμιση αφήνει ανοιχτό τον δρόμο ώστε τα υβριδικά αυτοκίνητα με δυνατότητα εξωτερικής φόρτισης, τα οχήματα με επέκταση εμβέλειας, τα ήπια υβριδικά, ακόμη και ορισμένα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης, να παραμείνουν στην αγορά και μετά το 2035, παράλληλα με τα πλήρως ηλεκτρικά και τα οχήματα υδρογόνου. Αυτό αποτελεί μια σαφή μετατόπιση από το προηγούμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο ουσιαστικά προέβλεπε την πλήρη απαγόρευση των νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης από το 2035, με στόχο μείωσης εκπομπών 100% για τα νέα οχήματα.
Πριν από το 2035, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων θα έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από «υπερ-πιστώσεις» για μικρά, οικονομικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στόχος είναι να ενθαρρυνθεί η εμφάνιση περισσότερων μικρών ηλεκτρικών μοντέλων στην αγορά, σε μια κατηγορία όπου ο ευρωπαϊκός κλάδος δέχεται αυξανόμενη πίεση από τους κινεζικούς κατασκευαστές. Για τον στόχο του 2030, εισάγεται πρόσθετη ευελιξία μέσω μηχανισμών «τραπεζικού δανείου», ενώ για τα φορτηγά ελαφρού τύπου ο στόχος μείωσης εκπομπών για το 2030 μειώνεται από 50% σε 40%, λαμβάνοντας υπόψη τις έως τώρα δυσκολίες διείσδυσης ηλεκτρικών μοντέλων σε αυτό το τμήμα της αγοράς.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει στοχευμένη τροποποίηση και για τα πρότυπα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα βαρέα οχήματα, ώστε να διευκολυνθεί η συμμόρφωση με τους στόχους του 2030, χωρίς όμως να εγκαταλειφθούν οι γενικές κατευθύνσεις της κλιματικής ουδετερότητας.
Σε σύγκριση με τις προηγούμενες, σαφέστατα πιο αυστηρές ρυθμίσεις, το νέο πακέτο συνιστά μια σημαντική χαλάρωση. Η αρχική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είχε συμφωνηθεί το 2023 στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας, όριζε ότι από το 2035 όλα τα νέα αυτοκίνητα και ελαφρά φορτηγά που θα πωλούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να έχουν μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – κάτι που στην πράξη ισοδυναμούσε με την απαγόρευση των νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης.
Το νέο καθεστώς, με στόχο μείωσης 90% και τη δυνατότητα διατήρησης ορισμένων κινητήρων εσωτερικής καύσης υπό όρους αντιστάθμισης, αντανακλά την προσπάθεια της Κομισιόν να ανταποκριθεί στις πιέσεις των κατασκευαστών και ορισμένων κρατών-μελών, χωρίς να εγκαταλείψει δημόσια τον κεντρικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Ωστόσο, σε επίπεδο σήματος και πολιτικής αξιοπιστίας, πρόκειται για μια εμφανή μετατόπιση. Η μετάβαση δεν είναι πλέον μια γραμμική πορεία προς την πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα στις οδικές μεταφορές, αλλά ένα σχήμα με «βαλβίδες εκτόνωσης» και προσαρμογές.
Στο σκέλος της ζήτησης, κεντρικό εργαλείο είναι η νέα πρωτοβουλία για την απανθρακοποίηση των εταιρικών στόλων αυτοκινήτων. Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους για την αύξηση των οχημάτων μηδενικών ή χαμηλών εκπομπών στους εταιρικούς στόλους, με άμεσο σκοπό να αυξηθούν τα διαθέσιμα ηλεκτρικά αυτοκίνητα τόσο στις αγορές πρώτου χεριού όσο και στις μεταχειρισμένες. Δεδομένου ότι τα εταιρικά οχήματα διανύουν πολλαπλάσιες αποστάσεις σε σχέση με τα ιδιωτικά, η μετάβασή τους σε καθαρές τεχνολογίες εκτιμάται ότι θα έχει δυσανάλογα μεγάλο όφελος για τις συνολικές εκπομπές.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Επίτροπος Βιώσιμης Μεταφοράς και Τουρισμού, Απόστολος Τζιτζικώστας, επισήμανε ότι η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αποτελεί «θεμέλιο λίθο» της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεισφέροντας κατά 7% στο ΑΕΠ και υποστηρίζοντας σχεδόν 14 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
«Με το σημερινό Αυτοκινητικό Πακέτο, ενδυναμώνουμε την ανταγωνιστικότητα του τομέα, εισάγοντας ευελιξία στα πρότυπα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για αυτοκίνητα και φορτηγά ελαφρού τύπου και ένα πλαίσιο τεχνολογικής ουδετερότητας. Δημιουργούμε επίσης ζήτηση για καθαρότερα εταιρικά αυτοκίνητα και φορτηγά, ενδυναμώνοντας την ευρωπαϊκή παραγωγή και τις αλυσίδες εφοδιασμού», τόνισε.
Η Επιτροπή προχωρά επίσης σε επικαιροποίηση και εναρμόνιση των κανόνων σήμανσης για τα αυτοκίνητα, ώστε οι καταναλωτές να διαθέτουν σαφή πληροφόρηση σχετικά με τις εκπομπές των οχημάτων κατά τη λήψη αγοραστικών αποφάσεων.
Παράλληλα, το «Αυτοκινητικό Omnibus» εισάγει μια νέα κατηγορία οχημάτων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μικρά Οικονομικά Αυτοκίνητα», καλύπτοντας ηλεκτρικά οχήματα μήκους έως 4,2 μέτρων. Τα κράτη-μέλη και οι τοπικές αρχές αποκτούν έτσι ένα επιπλέον εργαλείο για στοχευμένα κίνητρα, με σκοπό την τόνωση της ζήτησης για μικρά ηλεκτρικά μοντέλα που παράγονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, το «Αυτοκινητικό Omnibus» προβλέπει ένα σύνολο μέτρων απλούστευσης που αποσκοπούν στη μείωση της γραφειοκρατίας και του κόστους συμμόρφωσης για τους κατασκευαστές. Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι επιχειρήσεις αναμένεται να εξοικονομήσουν περίπου 706 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ το σύνολο των εξοικονομήσεων από όλα τα Omnibus και τις πρωτοβουλίες απλούστευσης φτάνει τα 14,3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Μεταξύ άλλων, το πακέτο προτείνει τη μείωση του όγκου της δευτερογενούς νομοθεσίας που πρόκειται να εκδοθεί τα επόμενα χρόνια και την απλοποίηση των διαδικασιών δοκιμών για νέα επιβατικά και ελαφρά φορτηγά, διατηρώντας παράλληλα τις υψηλότερες προδιαγραφές περιβαλλοντικής προστασίας και οδικής ασφάλειας.
Ο Επίτροπος Οικονομίας και Παραγωγικότητας, Βάλντις Ντομπρόφσκις, περιέγραψε την κατάσταση ως οριακή, ενώ ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος για την Ευημερία και τη Βιομηχανική Στρατηγική, Στεφάν Σεζουρνέ, αναφέρθηκε σε μια «γραμμή ζωής» προς την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία.
Ένα ακόμη κεντρικό σκέλος του πακέτου αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μπαταριών. Μέσω του λεγόμενου «Μπαταριακού Ενισχυτή», η Επιτροπή κινητοποιεί 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 1,5 δισεκατομμύριο σε άτοκα δάνεια προς ευρωπαίους παραγωγούς κυψελών μπαταρίας. Συμπληρωματικά πολιτικά μέτρα στοχεύουν στην ενθάρρυνση επενδύσεων, τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αλυσίδας αξίας για τις μπαταρίες και την ενίσχυση της καινοτομίας και του συντονισμού μεταξύ των κρατών-μελών.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Κομισιόν ότι η κατεύθυνση της πολιτικής δεν αλλάζει, αλλά απλώς προσαρμόζεται, πολλοί κάνουν λόγο για «νερό στο κρασί» των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας.
Περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούν ότι η χαλάρωση των στόχων και η διεύρυνση των παραθύρων ευελιξίας θα οδηγήσουν στην καθυστέρηση της μετάβασης προς την ηλεκτροκίνηση, θα μειώσουν την πίεση προς τους κατασκευαστές για μαζική παραγωγή φθηνότερων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και τελικά θα ενισχύσουν, αντί να περιορίσουν, το πλεονέκτημα των κινεζικών εταιρειών που ήδη κυριαρχούν στο χαμηλότερο τμήμα της αγοράς.
Παράλληλα, εκφράζονται ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην αξιοπιστία της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής. Οι συνεχείς αναθεωρήσεις προς ηπιότερη κατεύθυνση θεωρείται ότι δημιουργούν αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στην απανθρακοποίηση, αλλά και για τους πολίτες, που καλούνται να επενδύσουν σε νέα τεχνολογία εν μέσω μεταβαλλόμενων κανόνων.
Από την άλλη πλευρά, η αυτοκινητοβιομηχανία και ορισμένες κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι η αρχική σχεδίαση αποδείχθηκε υπερβολικά φιλόδοξη σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων (ενεργειακή ακρίβεια, πληθωρισμός, γεωπολιτική αβεβαιότητα, ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού) και ότι χωρίς προσαρμογή υπήρχε κίνδυνος απώλειας βιομηχανικής βάσης, θέσεων εργασίας και κοινωνικής αποδοχής της μετάβασης.
Οι επόμενοι μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων το πακέτο θα συζητηθεί και θα τροποποιηθεί – ή ενδεχομένως θα «φιλτραριστεί» – στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα είναι καθοριστικοί για τη μορφή που θα λάβει τελικά το νέο πλαίσιο.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να επανακαθορίσει τους όρους της μετάβασης, αναζητώντας ένα μείγμα κλιματικής φιλοδοξίας και βιομηχανικού ρεαλισμού. Το αν το νέο μοντέλο ισορροπίας θα αποδειχθεί μια «έξυπνη στροφή» που διασφαλίζει τόσο την κλιματική πολιτική όσο και την ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση, ή αν θα εξελιχθεί σε μια «επικίνδυνη υποχώρηση» που θα κοστίσει στην ευρωπαϊκή ηγετική θέση στην καθαρή κινητικότητα, θα φανεί στην πράξη την επόμενη δεκαετία.