Ακρίβεια: Ο παγκόσμιος δείκτης κόστους ζωής και η σύγκριση της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο

Ακρίβεια: «Βουλιάζει» η Ελλάδα – Πόσο αντέχουν τα νοικοκυριά;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Η ακρίβεια παραμένει «αγκάθι» για τα ελληνικά νοικοκυριά, περιορίζοντας δραματικά την αγοραστική τους δύναμη και υποβαθμίζοντας το βιοτικό τους επίπεδο.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι μετά βίας τα καταφέρνουν οικονομικά κάθε μήνα. Για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα (έως 12.000 ευρώ ετησίως), τα χρήματα τελειώνουν στις δύο πρώτες εβδομάδες του μήνα. Το 72% των πολιτών αναγκάζεται να περικόψει άλλες δαπάνες για να καλύψει τις βασικές ανάγκες, με την ακρίβεια να αναδεικνύεται ως η κύρια απειλή για την οικονομική τους σταθερότητα.

Η κρίση κόστους ζωής επηρεάζει πλέον και τα μεσαία εισοδήματα (1.200 έως 2.000 ευρώ μηνιαίως), με το 51,4% να δηλώνει ότι δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει.

Οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ως οι πιο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, ξεπερνώντας κατά πολύ τους καταναλωτές της Εσθονίας και της Ουγγαρίας.

Ο παγκόσμιος δείκτης κόστους ζωής (2025) της Numbeo, της μεγαλύτερης βάσης δεδομένων στον κόσμο, αναλύει το κόστος ζωής συγκρίνοντας τις τιμές αγαθών, υπηρεσιών και ενοικίων με τη Νέα Υόρκη (δείκτης αναφοράς 100). Για παράδειγμα, μια χώρα με δείκτη 80 έχει τιμές 20% χαμηλότερες από τη Νέα Υόρκη.

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την Ελλάδα, όπως παρουσιάζονται από το visualcapitalist, έρχονται σε μια περίοδο αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία παραμένει η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ μισθών και κόστους ζωής. Μέχρι τότε, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν τις περικοπές, ελπίζοντας να δουν σύντομα τα μακροοικονομικά στοιχεία να αντικατοπτρίζονται και στην τσέπη τους.

Στη λίστα της Numbeo, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη πενηντάδα μεταξύ 143 χωρών. Στην κορυφή βρίσκονται οι Νήσοι Κέιμαν (94,3), με οικονομία βασισμένη στις υπεράκτιες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τον τουρισμό και τα ακίνητα – κλάδοι που προσελκύουν εύπορους κατοίκους και επενδυτές.

Η Ελβετία (82,3) και η Σιγκαπούρη (80,9) ακολουθούν, αντανακλώντας τις ανεπτυγμένες οικονομίες, τους υψηλούς μισθούς και τις ακριβές αγορές ακινήτων.

Οι ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζονται συχνά στην πρώτη εικοσάδα, με την Ισλανδία, την Ιρλανδία και τη Νορβηγία να συγκαταλέγονται στις πιο ακριβές. Αυτές οι χώρες προσφέρουν υψηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά αντιμετωπίζουν και αυξημένες τιμές καταναλωτή.

Ο δείκτης της Ελλάδας είναι 34,4, με χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία να βρίσκονται χαμηλότερα.

Στο άλλο άκρο, το Πακιστάν (11,3), η Λιβύη (11,3) και το Αφγανιστάν (11,6) έχουν το χαμηλότερο κόστος ζωής παγκοσμίως.

Στη Νότια Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας (12,8) και του Μπαγκλαντές (13,0), οι τιμές είναι περίπου το ένα όγδοο των τιμών της Νέας Υόρκης. Και οι δύο αυτές χώρες έχουν μεγάλο νεανικό πληθυσμό και σχετικά χαμηλούς μισθούς, διατηρώντας χαμηλό το κόστος εργασίας και υπηρεσιών.

Σύμφωνα με έρευνα της Deutsche Bank, η Αθήνα είναι η τρίτη ακριβότερη πόλη παγκοσμίως ως προς το μηνιαίο κόστος των βασικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, που υπολογίζονται σχεδόν στο 19% του μέσου μισθού. Η ίδια έρευνα αναδεικνύει την Αθήνα ως μία από τις ακριβότερες πόλεις για ενοικίαση σπιτιού, λαμβάνοντας υπόψη τους ελληνικούς μισθούς. Η γερμανική τράπεζα εκτιμά ότι ένας μέσος εργαζόμενος ξοδεύει το 57% του μισθού του για ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου.

Αντίστοιχα, ο Deloitte Property Index κατατάσσει την Αθήνα στη δεύτερη χειρότερη θέση πανευρωπαϊκά ως προς την «προσιτότητα της κατοικίας», μετά το Άμστερνταμ.

Η τελευταία κυλιόμενη έρευνα της ιστοσελίδας επενδυτικών συμβουλών Tradingpedia απονέμει στην Αθήνα το βραβείο της τρίτης λιγότερο προσιτής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας.

Την ίδια θέση κατείχε η Αθήνα και στην προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρείας, την άνοιξη του 2025, επιβεβαιώνοντας ότι η ακρίβεια δεν έχει υποχωρήσει, παρά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Οι φθηνότερες πρωτεύουσες βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.