Ακρίβεια: «Τσουνάμι» στα τρόφιμα, ενώ οι μισθοί εξανεμίζονται!
Η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για το εισόδημα των Ελλήνων, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, οι οποίοι εξαντλούνται πριν καν τελειώσει ο μήνας.
Αν και ο γενικός πληθωρισμός δείχνει να υποχωρεί (εκτίμηση 1.8% για τον Νοέμβριο του 2025), ο πληθωρισμός στα τρόφιμα επιμένει (+2.1% τον Νοέμβριο), αποκαλύπτοντας πως η κρίση δεν είναι απλώς παροδική, αλλά βαθιά ριζωμένη. Οι καταναλωτές αναγκάζονται να κόβουν διαρκώς βασικά είδη από το καλάθι τους.
Η κυβέρνηση εμμένει σε πολιτικές επιδομάτων, όπως το Market Pass, και σε «συμφωνίες» με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ για μικρές μειώσεις τιμών – λύσεις που μοιάζουν με «ασπιρίνη» απέναντι σε μια ανεξέλεγκτη λαίλαπα.
Ταυτόχρονα, αποφεύγονται συστηματικά ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα κρατικά έσοδα ή τα κέρδη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Ένα μέτρο που θα έφερνε άμεση ανακούφιση, αλλά παραμένει εκτός κυβερνητικών σχεδίων, είναι η μείωση των έμμεσων φόρων. Η Ελλάδα διατηρεί από τους υψηλότερους ΦΠΑ στην ΕΕ για βασικά αγαθά.
Μια λύση θα ήταν ο μηδενισμός (0%) ή η σημαντική μείωση (π.χ., στο 6% από 13% ή 24%) του ΦΠΑ στα απολύτως απαραίτητα είδη διατροφής, όπως ψωμί, γάλα, φρέσκα κρέατα (που τον Οκτώβριο κατέγραψαν αύξηση +10.54%), τυριά, όσπρια, βρεφικά είδη και φάρμακα.
Μια άμεση και οριζόντια μείωση του ΦΠΑ θα είχε άμεσο και μόνιμο αντίκτυπο στις τιμές. Το όφελος θα ήταν καθολικό.
Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Κύπρος έχουν ήδη εφαρμόσει μηδενικό ΦΠΑ σε πολλά βασικά τρόφιμα (στην Κύπρο το μέτρο παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 2025).
Ωστόσο, η κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά αυτό το μέτρο, επικαλούμενη δύο λόγους:
Η δομή της ελληνικής αγοράς τροφίμων, όπου κυριαρχούν λίγες μεγάλες αλυσίδες και πολυεθνικές, επιτρέπει την άσκηση ισχυρών πιέσεων στους παραγωγούς και τη διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους εις βάρος του καταναλωτή. Η αισχροκέρδεια είναι εμφανής στις ανομοιόμορφες αυξήσεις τιμών (π.χ. +12.23% στα ζαχαρώδη τον Οκτώβριο του 2025).
Ένα άλλο μέτρο θα ήταν η θέσπιση ανώτατου ορίου κέρδους σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας (παραγωγός, μεταποιητής, λιανέμπορος) για προϊόντα με συνεχείς ανατιμήσεις και υψηλή κερδοφορία.
Στόχος είναι να περιοριστεί η δυνατότητα των μεγάλων αλυσίδων να αυξάνουν τις τιμές, ειδικά μετά από περιόδους κρίσης.
Η ισχύς των μεγάλων λιανεμπόρων τούς επιτρέπει να διαπραγματεύονται σκληρά με τους παραγωγούς, αγοράζοντας σε χαμηλές τιμές και μεταπωλώντας με υψηλό κέρδος, εκμεταλλευόμενοι τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά.
Θα μπορούσε να δοθούν περισσότερες εξουσίες στη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙΜΕΑ) για άμεσες παρεμβάσεις.
Η κυβέρνηση απορρίπτει το πλαφόν κέρδους, θεωρώντας το αντίθετο στην ελεύθερη αγορά και την ανάπτυξή της – κάτι που θα έπληττε τα ιδιωτικά κέρδη.
Παράλληλα, οι υπάρχοντες έλεγχοι είναι αναποτελεσματικοί, αφού συγκρίνουν τρέχουσες και προηγούμενες περιόδους, αντί να εξετάζουν την πραγματική κερδοφορία. Η κυβέρνηση προτιμά επικοινωνιακά τεχνάσματα αντί να συγκρουστεί με επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η επιλογή της κυβέρνησης να δίνει voucher και να συνάπτει περιορισμένες συμφωνίες μείωσης τιμών, αντί να μειώσει τον ΦΠΑ και να ελέγξει τα κέρδη, είναι μια πολιτική απόφαση.
Προτεραιότητα δίνεται στη δημοσιονομική σταθερότητα και στην προστασία των κερδών της ελεύθερης αγοράς, αφήνοντας το βάρος της ακρίβειας στους πολίτες. Για να υπάρξει ουσιαστική ανακούφιση, χρειάζεται αλλαγή πολιτικής και ρήξη με τους υψηλούς έμμεσους φόρους.