
Ακρίβεια: Τι "καίει" νοικοκυριά, τι δείχνουν τα στοιχεία για το 2025
Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σχετικά υψηλός το 2025, ενώ η ακρίβεια αυξάνει τις ανισότητες. Οι ανάγκες για θέρμανση, τα κόστη στέγασης και η κάλυψη βασικών ειδών διατροφής αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τα νοικοκυριά, ιδίως τα πιο ευάλωτα. Έτσι, ενώ οι δαπάνες για τα παιδιά (εκπαίδευση, σχολικά κ.λπ.) έχουν απορροφήσει ρευστότητα, η άνοδος της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας από 73 ευρώ/MWh σε επίπεδα περίπου 90 ευρώ/MWh προκαλεί ανησυχία για πιθανές αυξήσεις στα πράσινα τιμολόγια. Παράλληλα, τα καύσιμα βρίσκονται σε ανοδική τάση λόγω της αύξησης περίπου 4% στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου Brent, προμηνύοντας πιθανή αύξηση στην τιμή του πετρελαίου θέρμανσης. Σύμμαχος για την αλυσίδα λιανικής και τον καταναλωτή είναι η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου, η οποία ευνοεί το πρώτο και βελτιώνει την κατάσταση. Το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια.
Στον τομέα της στέγης, η κατάσταση παραμένει δύσκολη. Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 7,3% το δεύτερο τρίμηνο, ενώ η εκτίναξη έφτασε το 9% το 2024. Επιπλέον, τα οικοδομικά υλικά συνολικά κατέγραψαν ανατιμήσεις 2,5% τον Αύγουστο, με μείωση τιμών μόνο στον σίδηρο οπλισμού κατά 1,8%.
Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι ο γενικός δείκτης τιμών υλικών κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών αυξήθηκε κατά 2,5% τον Αύγουστο 2025 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Αυγούστου 2024, έναντι αύξησης 5,6% κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2024 με το 2023. Αυτό τροφοδοτεί την άνοδο των τιμών στη στέγη.
Ο υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, δήλωσε στον ΑΝΤ1 ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα ακρίβειας σχετίζεται με τη στέγη και την ενέργεια», και ανέφερε ότι «τα έξοδα για το νοίκι μειώνονται κατά 8%, καθώς το κράτος από τον Νοέμβριο επιστρέφει ένα νοίκι και για τις τιμές της ενέργειας παρενέβη ο ίδιος ο πρωθυπουργός».
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος, με θέμα «Η Βόρεια Ελλάδα ως μοχλός ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία», έδωσε έναν «ορίζοντα αντοχών» για τον πληθωρισμό. Όπως τόνισε, «Στο πεδίο των τιμών, ο γενικός πληθωρισμός, παρότι παρουσίασε στοιχεία επιμονής από το Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2025, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού των υπηρεσιών αλλά και της αύξησης των τιμών στα είδη διατροφής, τον Αύγουστο υποχώρησε στο 3,1%, μειώνοντας τη θετική διαφορά σε σχέση με τον πληθωρισμό της ευρωζώνης. Για το 2025 εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά υψηλός, γύρω στο 3%, αντανακλώντας κυρίως το θετικό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας, προτού αποκλιμακωθεί σταδιακά το επόμενο έτος, ενισχύοντας τα πραγματικά εισοδήματα».
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώθηκε αντιπαράθεση μεταξύ αλυσίδων σούπερ μάρκετ και Υπουργείου Ανάπτυξης την περασμένη εβδομάδα, με επίκεντρο τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν. Ο Υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, δήλωσε στον ΣΚΑΪ ότι οι έλεγχοι θα συνεχιστούν με την ίδια ένταση και το επόμενο διάστημα. Επιπλέον, για την πρωτοβουλία μείωσης τιμών σε βασικά προϊόντα, τόνισε πως «απαίτησα – εκφράζοντας την κοινωνία – να αναλάβουν την πρωτοβουλία να μειώσουν τις τιμές σε πάνω από 1.000 κωδικούς και πιστεύω ότι ότι μέσα στον Οκτώβριο θα ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους να στηρίξουν εκείνους τους πολίτες που δυσκολεύονται περισσότερο».
Το Πανελλαδικό Σωματείο Εργατοϋπαλλήλων Επιχείρησης Ε.Υ.Σκλαβενίτης ανάρτησε ανακοίνωση στην επίσημη σελίδα του στο Facebook, ασκώντας έντονη κριτική στην επιβολή προστίμου στην επιχείρηση. Όπως σημειώνει, «κάθε νοήμων άνθρωπος καταλαβαίνει πως τέτοιες πρακτικές αποσκοπούν να μετατοπίσουν την υπαρκτή κοινωνική δυσαρέσκεια – για την ακρίβεια, τα υπέρογκα ενοίκια, για τις χρεώσεις στο ρεύμα, για τις καθημερινές δυσκολίες διαβίωσης – σε άλλες κατευθύνσεις.»
Ενώ η αγορά στα σούπερ μάρκετ παρουσιάζει μια ελαφριά ανοδική τάση, από άποψη όγκων, οι υπόλοιπες δαπάνες υπόκεινται σε αναλυτική αξιολόγηση. Για παράδειγμα, οι πωλήσεις ψυγείων και τηλεοράσεων έχουν μειωθεί κατά 5% και 4% αντίστοιχα, σύμφωνα με πηγές της αγοράς.
Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών 2024 της ΕΛΣΤΑΤ, οι πολίτες της χώρας καταναλώνουν τα περισσότερα χρήματα σε είδη διατροφής, στέγαση και μεταφορές. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το 2024 ανήλθε στα 20.694,48 ευρώ (1.724,54 ευρώ το μήνα), σημειώνοντας αύξηση 3,6% σε τρέχουσες τιμές σε σχέση με το 2023.
Επιπλέον:
-Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.338 ευρώ το μήνα.
-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,1% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
-Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,7%.
-Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 24.363,24 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.214,96 ευρώ.
-Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 εμφανίζεται μειωμένη κατά 16,6% σε σύγκριση με το 2008.
-Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το 2024, ανήλθε σε 20.694,48 ευρώ (1.724,54 ευρώ το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 3,6% σε σχέση με το 2023 (1.663,82 ευρώ).
-Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2024, ανήλθε στα 8.740,20 ευρώ.
Οι βασικές διαπιστώσεις είναι:
-Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά:
*στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
*στη στέγαση (14,4%) και
*στις μεταφορές (13,3%).
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών παρουσιάζεται στις ομάδες:
*αναψυχή και πολιτισμός (13,5%),
*ένδυση και υπόδηση (9,5%) και
*εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (6,5%).
Με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.296,41 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.821,26 ευρώ.
Σύμφωνα με την 16η έκδοση του “Global Wealth Report” της Allianz, τα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 5,7%, ξεπερνώντας τον περιφερειακό μέσο όρο του 4,6%. Οι τίτλοι αποτέλεσαν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση 16,8%. Οι Έλληνες αποταμιευτές απέσυραν 4,7 δισ. ευρώ από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα οι τραπεζικές καταθέσεις να μειωθούν κατά 2,1%.
Συνολικά, οι καθαρές νέες αποταμιεύσεις αυξήθηκαν κατά 50% σε 5,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Ρυθμιζόμενη για τον πληθωρισμό, η αύξηση το 2024 διαμορφώθηκε στο 2,6%. Η αγοραστική δύναμη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων βρίσκεται πλέον 10,6% υψηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδα του 2019. Οι συντάκτες της έρευνας διαπιστώνουν ότι η Ελλάδα τα κατάφερε πολύ καλύτερα από πολλούς ευρωπαίους γείτονες σε μία περίοδο υψηλού πληθωρισμού.