Καταναλωτές σε απόγνωση – Γιατί η ακρίβεια παραμένει ανεξέλεγκτη

Ακρίβεια: Ταράζει τα νοικοκυριά, παρά τις υποσχέσεις – Τι συμβαίνει;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απευθυνόμενος «σε κάθε εργαζόμενο, κάθε οικογενειάρχη, κάθε νέο, κάθε συνταξιούχο της πατρίδας μας», παραδέχθηκε ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας ότι η ακρίβεια «είναι το πρώτο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά».

Έχοντας συμπληρώσει έξι χρόνια στο τιμόνι της χώρας, επανέλαβε ότι η «άμυνα» απέναντι στο αυξημένο κόστος ζωής αποτελεί πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα. Επανέφερε τις αιτιάσεις περί «παγκόσμιου πληθωρισμού» που ξεκίνησε το 2019, κάνοντας αναφορά στην πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την παγκόσμια μάχη των δασμών, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό.

Αναφέρθηκε σε «επιτυχίες» και «αποτυχίες», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση έχει «την καλύτερη απάντηση στην ακρίβεια», η οποία είναι «η μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέλειψε να αναφερθεί στους ελεγκτικούς μηχανισμούς και την αποτελεσματικότητά τους. Αντ' αυτού, έκανε μια αναδρομή στη ΔΕΘ και στην επιδοματική πολιτική της κυβέρνησής του, παρουσιάζοντας τα μέτρα που ανακοινώθηκαν ως «ανάχωμα» στην πίεση που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά.

Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός επιχειρεί να κατευνάσει τις αντιδράσεις και να προβάλει την εικόνα ενός κυβερνώντος κόμματος που αγωνίζεται για την επίλυση ενός προβλήματος που ταλανίζει τους πολίτες εδώ και χρόνια.

Ωστόσο, μέχρι σήμερα, οι προσπάθειες αυτές δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Τα δημοσκοπικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι πολίτες δεν πείθονται από τη συνεχή «μάχη» που δίνει η κυβέρνηση κατά της ακρίβειας.

Οι τιμές βασικών προϊόντων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, εξανεμίζοντας το εισόδημα των πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αύξηση της τιμής στο κρέας (πάνω από 30%), το γάλα (40%) και το βούτυρο (50%) σε σύγκριση με τα προ-πανδημίας επίπεδα.

Η ακρίβεια στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης έχει μετατραπεί πλέον σε πρόβλημα επιβίωσης. Ο μισθός και η σύνταξη δεν επαρκούν για ολόκληρο τον μήνα.

Οι τιμές σε ψάρια και θαλασσινά προκαλούν κυριολεκτικά «ζάλη» στους καταναλωτές:

* Μπαρμπούνια: 28,90€/κιλό
* Μπακαλιάρος: 24,90€/κιλό
* Καλαμάρια: 23€/κιλό
* Κουτσομούρες: 19,90€/κιλό
* Γαρίδες: 17€/κιλό
* Μαρίδα: 12,80€/κιλό
* Γαύρος: 8,90€/κιλό
* Σαρδέλες: 7,90€/κιλό

Το κρέας έχει γίνει απλησίαστο, καθώς οι τιμές του έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο:

* Μοσχάρι: 16-20€/κιλό
* Αμνοερίφια: 14-17€/κιλό
* Χοιρινό: 7,90-9€/κιλό
* Κοτόπουλο: 4-7.60€/κιλό

Ειδικά για την εκτόξευση της τιμής του μοσχαρίσιου κρέατος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε ότι οφείλεται στον διεθνή παράγοντα. «Η Ελλάδα με το ζόρι καλύπτει το 20% των αναγκών της σε μοσχαρίσιο κρέας, άρα το 80% είναι εισαγόμενο. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μία παγκόσμια έξαρση στις τιμές του μοσχαριού. Είναι μία πραγματικότητα. Δεν θα την χρεωθεί η κυβέρνηση, όταν αυτές είναι οι τιμές οι οποίες καθορίζονται παγκόσμια», είπε χαρακτηριστικά.

Ταυτόχρονα, οι τιμές του καφέ συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Είτε πρόκειται για καφέ στο χέρι, είτε σε καφετέρια, είτε ακόμα και στο σπίτι, η καθημερινή απόλαυση έχει γίνει πλέον πικρή:

* Καφές στο χέρι (Take away): 2.20€ - 2,80€
* Καφές σε τραπέζι: 4,80€ - 6€
* Καφές σε ράφια (κιλό): 25€ - 55€

Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους και δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμα και τα απαραίτητα. Ακόμη και το φθηνό ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς αποτελεί πλέον ένα υπολογίσιμο έξοδο για μισθωτούς και συνταξιούχους.

Με τα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν συνεχείς δυσκολίες και τους πολίτες να βλέπουν με απογοήτευση τα πορτοφόλια τους, το ερώτημα παραμένει: γιατί, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση, η ακρίβεια στην Ελλάδα επιμένει σαν τη «Λερναία Ύδρα»;

Ενώ οι διεθνείς κρίσεις δεν αποτελούν πλέον το «νούμερο ένα» πρόβλημα, η εξήγηση για τη συνεχιζόμενη ακρίβεια εντός των συνόρων έγκειται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και σε εσωτερικές στρεβλώσεις της αγοράς.

Πλέον, δεν μπορούμε να μιλάμε με την ίδια ένταση για «εισαγόμενο πληθωρισμό».

«Σε αντιδιαστολή με την, εν πολλοίς, εισαγόμενη πληθωριστική κρίση του 2021-2022, οι τρέχουσες πιέσεις δεν μπορούν πλέον να αποδοθούν στις αυξημένες τιμές των εισαγόμενων μεταποιημένων αγαθών, των μη ενεργειακών πρώτων υλών και κυρίως των καυσίμων –με τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, σε ευρώ, να υποχωρούν κατά 16,3% ετησίως στο 7μηνο–, ενώ και η δασμολογική αβεβαιότητα δεν φαίνεται να έχει επιδράσει μέχρι σήμερα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες», υποστηρίζει η Εθνική Τράπεζα σε πρόσφατη ανάλυσή της, υπογραμμίζοντας ότι οι πιέσεις στην ελληνική οικονομία είναι πλέον καθαρά ενδογενείς.

Δομικές αδυναμίες και εσωτερικές στρεβλώσεις της αγοράς τροφοδοτούν μακροχρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα.

Επιπλέον, οι ανατιμήσεις υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών και των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της αγοραστικής δύναμης (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) στον πάτο της ΕΕ.

Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην «ουρά» των Ευρωπαϊκών κρατών σε σχέση με το μέσο μισθό, αλλά στην κορυφή όσον αφορά τις τιμές των βασικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χαμηλότερη μέση ετήσια αμοιβή πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με περίπου 18.000 ευρώ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία (15.400 ευρώ). Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει τα 39.800 ευρώ.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι μόλις που τα βγάζουν πέρα τον μήνα. Για τους καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα (έως 12.000 ευρώ ετησίως), τα χρήματα εξαντλούνται ήδη από τις δύο πρώτες εβδομάδες. Το 72% των πολιτών αναγκάζεται να περιορίσει άλλες δαπάνες για να καλύψει τις βασικές ανάγκες.