Γιατί πληρώνουμε τόσα πολλά για ενοίκιο

Ακρίβεια στα ενοίκια: Η Ελλάδα πρωταθλήτρια στην Ευρώπη – Τι συμβαίνει;

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 10 λεπτά ανάγνωση

Η Ελλάδα κατέχει μία από τις αρνητικές πανευρωπαϊκές «πρωτιές» στα ζητήματα στέγασης. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει το υψηλότερο κόστος στέγασης στην Ευρώπη, με το μέσο νοικοκυριό να δαπανά το 35,5% του εισοδήματός του για τα έξοδα του σπιτιού (ενοίκιο, ρεύμα, φυσικό αέριο, νερό κ.λπ.). Η Δανία ακολουθεί στη δεύτερη θέση, με σημαντική διαφορά 10 μονάδων (26,3%), ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 19,2%. Η κατάσταση επιδεινώνεται για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, όπου το κόστος στέγασης μπορεί να φτάσει το 60% του συνολικού τους εισοδήματος.

Οι απόψεις για τις αιτίες αυτής της δυσανάλογης επιβάρυνσης διαφέρουν. Οι ενοικιαστές κατηγορούν τους ιδιοκτήτες, οι ιδιοκτήτες ζητούν μειώσεις φόρων, οι επιχειρηματίες βραχυχρόνιας μίσθωσης απορρίπτουν την ευθύνη για την κρίση, η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση, ενώ η κυβέρνηση φαίνεται να μην αναγνωρίζει πλήρως την έκταση του προβλήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξη Τύπου στην ΔΕΘ, δήλωσε ότι το στεγαστικό πρόβλημα «είναι το αποτέλεσμα μίας Ελλάδας που αναπτύσσεται γρήγορα» και τόνισε ότι «αυτό που είναι πρόβλημα για τον ενοικιαστή είναι όφελος για τον ιδιοκτήτη».

Ωστόσο, όταν το 35,5% του εισοδήματος απορροφάται από τα έξοδα του σπιτιού, αυτό συνιστά ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Έρευνες δείχνουν ότι η αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος επηρεάζεται από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η απαίτηση για άμεση κρατική παρέμβαση για τον περιορισμό της αύξησης των ενοικίων. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς θα αποκαταστήσει την ισορροπία, η οποία όμως, όπως παραδέχονται πολλοί, έχει πλέον χαθεί.

Ο Άγγελος Σκιαδάς, πρόεδρος του Συλλόγου Προστασίας Ενοικιαστών, επισημαίνει ότι το ράλι ανόδου των ενοικίων ξεκίνησε από το 2020, με τη συνολική αύξηση στα μεγάλα αστικά κέντρα να υπερβαίνει το 70%. Σε ορισμένες περιοχές στο κέντρο της Αθήνας, οι τιμές ενοικίων έχουν διπλασιαστεί.

Οι αυξήσεις οφείλονται στη μεγάλη ζήτηση και την έλλειψη προσφοράς, αλλά και στην απουσία προστασίας των ενοικιαστών, σύμφωνα με τον κ. Σκιαδά. Οι ιδιοκτήτες, μετά την οικονομική κρίση όπου τα ενοίκια είχαν καθηλωθεί ή μειωθεί, προσπαθούν τώρα να καλύψουν απώλειες 15 ετών. Ο κ. Σκιαδάς υποστηρίζει ότι απαιτείται, για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο ή τριών ετών, η θέσπιση ενός ανώτατου μισθώματος, ενός πλαφόν που θα προκύπτει από αντικειμενικούς συντελεστές (παλαιότητα, ενεργειακή απόδοση, ποιότητα κατασκευής, περιοχή κ.λπ.). «Μόνο έτσι θα μπορέσει να επέλθει κάποια εξισορρόπηση», τονίζει.

Το πρόβλημα, σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, εντοπίζεται κυρίως στο κέντρο των πόλεων και στα μικρά διαμερίσματα. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αποκαλύπτει τη σοβαρότητα της κατάστασης, με ένα διαμέρισμα 40 τετραγωνικών στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης να νοικιάζεται για 500 ευρώ. Η Νίνα Χαρμπαλή, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής, αναφέρει ότι «πάντα τα μικρά ακίνητα είχαν υψηλές τιμές. Δεν είχαν ποτέ χαμηλές τιμές, τα τελευταία χρόνια ανέβηκαν πάρα πολύ λόγω της βραχυχρόνιας μίσθωσης». Προσθέτει, ωστόσο, ότι η εικόνα αλλάζει, καθώς περιορίζεται η ζήτηση και βγαίνουν ακίνητα στην αγορά. «Εμείς αυτές τις μέρες έχουμε νοικιάσει γκαρσονιέρα στο «Χίλτον» με ενοίκιο 300 ευρώ, που δεν υπήρχε πέρσι. Διορθώνονται οι τιμές. Το κέντρο της Αθήνας, το Ιστορικό Κέντρο, Κολωνάκι, Σύνταγμα, Πετράλωνα, Κουκάκι και Παγκράτι δεν νομίζω ότι θα υπάρξει πτώση, το κέντρο θα παραμείνει ακριβό. Στα Βόρεια όμως, στα Δυτικά ή στα Ανατολικά θα πέσουν οι τιμές».

Σε άλλες πόλεις, η κατάσταση είναι επίσης ανησυχητική. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του zarpanews.gr, έρευνα για την κατοικία στα Χανιά έδειξε ότι οι ενοικιαστές πληρώνουν κατά μέσο όρο έως και 400 ευρώ για μία γκαρσονιέρα, έως και 600 ευρώ για ένα δυάρι, ενώ στα τριάρια και τεσσάρια οι τιμές μπορεί να φτάσουν και τα 800 ευρώ. Επιπλέον, ένας στους δύο δηλώνει ότι το σπίτι που διαμένει χρειάζεται ανακαίνιση.

Στα Ιωάννινα, η αύξηση των ενοικίων έχει οδηγήσει σε διαμάχη για τη βραχυχρόνια μίσθωση. Η Ένωση Ξενοδόχων του Νομού Ιωαννίνων, σε επιστολή προς τους Υπουργούς Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, ζητά την άμεση παρέμβαση της κυβέρνησης, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την ανεξέλεγκτη αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στην περιοχή, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Βάσως Σκουλίκα από το epiruspost.gr.

Στην Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων λειτουργούν πλέον πάνω από 4.500 δηλωμένες κλίνες σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, αριθμός αυξημένος κατά 60% την τελευταία πενταετία. Η Ένωση ζητά «πάγωμα» νέων αδειών, καθώς οι κλίνες αυτές ξεπερνούν πλέον το 75% των ξενοδοχειακών, οδηγώντας σε παραμόρφωση της τουριστικής αγοράς και αθέμιτο ανταγωνισμό για τις νόμιμες επιχειρήσεις φιλοξενίας, καθώς και δυσκολίες για όσους αναζητούν μόνιμη στέγη.

Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι κάτοικοι στις τουριστικές περιοχές της Αργολίδας (Ναύπλιο, Ερμιονίδα, Επίδαυρος, Τολό κ.ά.), όπου χιλιάδες καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης περιορίζουν τα διαθέσιμα σπίτια και για τους μόνιμους κατοίκους, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Γιώργου Νικολόπουλου από το argolika.gr.

Σύμφωνα με στοιχεία της AirDNA, ο αριθμός ενεργών καταχωρήσεων βραχυχρόνιας μίσθωσης στην πόλη του Ναυπλίου ξεπερνά τις 600, με μέση πληρότητα περίπου 50% και μέσο ημερήσιο τιμολόγιο 115 ευρώ. Σε κάποιες περιοχές, η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι ραγδαία, με την ημερήσια τιμή μίσθωσης να ξεπερνά τα 400 ευρώ.

Η παλιά πόλη του Ναυπλίου αλλάζει χαρακτήρα, οι τιμές των ενοικίων στα λιγοστά διαμερίσματα έχουν αυξηθεί σημαντικά και η «γειτονιά» χάνεται. Πολλά σπίτια έχουν μετατραπεί σε τουριστικά διαμερίσματα ή boutique καταλύματα, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται οι μόνιμοι κάτοικοι.

Στην Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας, οι τιμές ενοικίασης κατοικιών βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, ακολουθώντας την τάση που παρατηρείται και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Αγγελικής Καραλή από το Ionian.

Η ζήτηση για διαμερίσματα παραμένει υψηλή, ενώ η διαθέσιμη προσφορά είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα οι τιμές να αυξάνονται σταθερά. Η φοιτητική στέγη αποτελεί βασικό παράγοντα πίεσης στην αγορά, ενώ στην άνοδο των τιμών συμβάλλει επίσης η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Διαμερίσματα μετατρέπονται σε τουριστικά καταλύματα, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τα διαθέσιμα ακίνητα για μακροχρόνια ενοικίαση και ωθώντας τις τιμές υψηλότερα.

Οι ιδιοκτήτες αντιμετωπίζουν αυξημένα κόστη συντήρησης, φόρων και ενέργειας, τα οποία συχνά μετακυλίονται στους ενοικιαστές.

Ο Νάσος Γαβαλάς, πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων, υποστηρίζει ότι η επίδραση της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι μικρή. «Πάντα ψάχνουμε να βρούμε έναν κακό και ο στόχος ήταν η βραχυχρόνια, ωστόσο έρευνες από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, έδειξαν ότι η συνεισφορά της βραχυχρόνιας στην αύξηση των ενοικίων είναι μικρή της τάξης του 2 με 2,5%. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα κλειστά ακίνητα τα οποία σε όλη την Ελλάδα είναι περίπου 700.000. Οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι η βραχυχρόνια με περίπου 100.000 καταλύματα, τα οποία ήταν ως επί το πλείστον κλειστά και επειδή υπήρχε το οικονομικό κίνητρο οι ιδιοκτήτες τα ανακαίνισαν και το έβγαλαν στη βραχυχρόνια μίσθωση», τονίζει ο κ. Γαβαλάς, προσθέτοντας ότι 9 στα 10 ακίνητα της βραχυχρόνιας ανήκουν σε μικρο-ιδιοκτήτες.

Ο Στράτος Παραδιάς, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων, υποστηρίζει ότι η γενική εικόνα των ενοικίων δεν είναι αυτή που παρουσιάζεται, αν και παραδέχεται ότι υπάρχει πρόβλημα στις νέες μισθώσεις. Στις παλαιότερες μισθώσεις, λόγω της μακροχρόνιας σχέσης ιδιοκτητών-ενοικιαστών, οι ιδιοκτήτες εισπράττουν χαμηλότερα ενοίκια, αλλά αυτό το κομμάτι δεν παρουσιάζει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.

Ο κ. Παραδιάς αναφέρει ότι υπάρχει αυξανόμενη απροθυμία των ιδιοκτητών να νοικιάσουν τα σπίτια τους. Τα περισσότερα σπίτια είναι παλιά και χρειάζονται σημαντική ανακαίνιση. Ακόμη όμως και αν ο ιδιοκτήτης βρει τα χρήματα, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα πάρει πίσω από το ενοίκιο, λόγω της φορολογίας. Επιπλέον, ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τις προθέσεις του ενοικιαστή.

Η Π.ΟΜ.ΙΔ.Α προτείνει να δοθούν κίνητρα για να μπουν ακίνητα στην αγορά: «Να ανοίξει η βεντάλια των φοροαπαλλαγών, όχι μόνο στα σπίτια που είναι τρία χρόνια κλειστά και τα σπίτια της βραχυχρόνιας μίσθωσης που είναι πολύ σημαντικό, γιατί αυτά τα σπίτια είναι ανακαινισμένα και είναι σημαντικό να βγουν στην αγορά. Εμείς προτείνουμε να επεκταθεί το μέτρο σε κάθε σπίτι που για οποιοδήποτε λόγο είναι ξενοίκιαστο και εκτός αγοράς, εάν μπει στην αγορά να έχει τριετή φοροαπαλλαγή».

Η Π.ΟΜ.Ι.ΔΑ ζητά την άμεση υλοποίηση της υπόσχεσης για την ενεργοποίηση του πιστοποιητικού φερεγγυότητας συναλλασσομένων, το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα σε όποιον θέλει να κάνει μια συναλλαγή με κάποιον που δεν γνωρίζει, να ενημερώνεται για την πιστοληπτική του ικανότητα, και σε συνδυασμό με περαιτέρω μειώσεις φόρων, θα προκληθεί σοκ στην αγορά και θα πέσουν τα ενοίκια.

Στη Θεσσαλονίκη, η αύξηση των ενοικίων εξελίσσεται σε μείζον πρόβλημα, τόσο στο κέντρο της πόλης όσο και στα προάστια. Το ράλι των ανατιμήσεων έχει αρνητικές επιπτώσεις και όλο και περισσότερες οικογένειες ή φοιτητές αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υπέρογκες μισθώσεις.

Ο Θωμάς Καλέσης, από το parallaximag, συνομίλησε με εκπροσώπους τριών φορέων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ακινήτων, οι οποίοι ερμηνεύουν διαφορετικά το φαινόμενο.

Ο Φίλιππος Προγιόπουλος, αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Μεσιτών Θεσσαλονίκης, επισημαίνει ότι οι υπέρογκες αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην έλλειψη ποιοτικών ακινήτων στην αγορά. Η οικοδομική δραστηριότητα έχει μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, με τις οικοδομικές άδειες να βρίσκονται στο 25% σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Αυτό συντελεί στη μειωμένη προσφορά νέων ακινήτων, ενώ η ζήτηση αυξάνεται.

Η Βάσω Κουτσουπιά, μέλος της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης, τονίζει τις κοινωνικές ανισότητες και το δυσανάλογο ισοζύγιο ενοικίων-μισθών. «Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός πως οι φοιτητές που βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από όλους μετατοπίζονται από το κέντρο ή και από περιοχές κοντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης διότι κι εκεί οι τιμές έχουν ανέβει και ανεβαίνουν διαρκώς. Και μιλάμε κατά βάση και για σπίτια ακατάλληλα. Επίσης μία βασική αιτία για την άνοδο έχει να κάνει με την τουριστικοποίηση κυρίως των κέντρων».

Η κα. Κουτσουπιά αναφέρει ότι το Airbnb είναι ανεξέλεγκτο, ενώ στην Ελλάδα υπάρχει το φαινόμενο της Golden Visa. Επίσης, τα φορολογικά κίνητρα και η εισροή των επενδυτικών και τουριστικών κεφαλαίων τα τελευταία 10 χρόνια έχουν αφαιρέσει ακίνητα από την μακροχρόνια μίσθωση, μετατρέποντας τις γειτονιές σε «επενδυτική ευκαιρία». «Από τη στιγμή λοιπόν που υπάρχει αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση, κάθε εκμισθωτής μπορεί να θεωρήσει ότι το ακίνητό του βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και να το βάλει στην αγορά με διπλάσιο ενοίκιο απ' ότι πραγματικά αξίζει. Και βέβαια, αφού δεν τον περιορίζει το Κράτος μέσω νομοθετικού πλαισίου αυτή η κατάσταση φαίνεται ότι θα συνεχιστεί, χωρίς κανένας να μπορεί προβλέψει που θα σταματήσει».

Ο Στάθης Καρόπουλος, διευθυντής του Συνδέσμου Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων (STAMA), υποστηρίζει ότι «αυξήσεις ενοικίων υπάρχουν και σε μη τουριστικές περιοχές εκεί όπου δεν υπάρχουν Airbnb. Εκείνο που θεωρούμε εμείς, είναι ότι οι ραγδαίες αυξήσεις ενοικίων οφείλονται στην γενικότερη ακρίβεια που μαστίζει την κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια».

Η ισορροπία στην αγορά παραμένει ζητούμενο. Ο κ. Σκιαδάς σημειώνει ότι ούτε τα προγράμματα «Σπίτι μου» 1 και 2, ούτε τα νέα μέτρα έχουν οδηγήσει σε αποκλιμάκωση, καθώς η επιστροφή ενός ενοικίου γίνεται σε μία αγορά που έχει μέσο δηλωμένο εισόδημα στα 255 ευρώ, ενώ η μείωση φόρων δεν θα μειώσει τα ενοίκια.

Το ζήτημα παραμένει ιδεολογικό. Η κυβερνητική άποψη υποστηρίζει την πρωτοκαθεδρία της αγοράς και την αυτόματη ισορροπία της, ενώ η άλλη άποψη θεωρεί την κατοικία κοινωνικό αγαθό. Η κυρίαρχη αντίληψη έχει παραχωρήσει τα «κλειδιά» στους νόμους της «ελεύθερης αγοράς», προσδοκώντας την πολυπόθητη ισορροπία, η οποία όμως, όπως αποδεικνύει η καθημερινότητα, είναι ακόμη πολύ μακριά.