Ακρίβεια: Γιατί η Ελλάδα «καίει» τα νοικοκυριά ενώ η Ευρώπη ξεφεύγει;
Η ακρίβεια παραμένει ο εφιάλτης των ελληνικών νοικοκυριών και το θέμα επανέρχεται δριμύτερο στη Βουλή. Σήμερα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα απαντήσει στην επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, κατά τη διάρκεια της «Ώρας του Πρωθυπουργού».
Το ερώτημα είναι αμείλικτο: γιατί, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις και τα μέτρα, η ακρίβεια στην Ελλάδα παραμένει αχαλίνωτη, ενώ ο πληθωρισμός στην υπόλοιπη Ευρωζώνη υποχωρεί με σταθερό ρυθμό;
Η ξέφρενη πορεία των τιμών στην Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αποδοθεί αποκλειστικά σε διεθνείς κρίσεις. Είναι αλήθεια ότι τα προηγούμενα χρόνια, η πανδημία και οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι επιθέσεις των Χούθι και η γεωπολιτική αβεβαιότητα στη Μέση Ανατολή δημιούργησαν εκρηκτικές πιέσεις, οδηγώντας σε συνεχείς αυξήσεις από το 2021 και μετά. Επιπλέον, η κλιματική κρίση επιδεινώνει την κατάσταση, επηρεάζοντας την παραγωγή και τις πρώτες ύλες. Ωστόσο, τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η εμμονή της ακρίβειας στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα καθαρά εσωτερικό φαινόμενο.
Οι αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και των μεγάλων τραπεζών συμφωνούν: οι σημερινές πληθωριστικές πιέσεις πηγάζουν από τις παθογένειες της ελληνικής αγοράς.
Οι υπηρεσίες, τα ενοίκια και το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες διατήρησης του υψηλού πληθωρισμού. Η αθρόα άφιξη επενδυτών και ψηφιακών νομάδων στη χώρα μας επιτείνει το πρόβλημα. Οι ξένοι επισκέπτες, εξοικειωμένοι με υψηλότερες τιμές στις χώρες τους, είναι πιο ανεκτικοί στις ανατιμήσεις και διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα, τροφοδοτώντας έτσι τις αυξήσεις στην εστίαση και τη διαμονή.
Παράλληλα, η βελτίωση στην αγορά εργασίας και η μικρή αύξηση των μισθών δημιουργούν νέες πιέσεις τιμών, με το κόστος εργασίας να μετακυλίεται σε μεγάλο βαθμό στον τελικό καταναλωτή.
Στον τομέα της στέγασης, η Ελλάδα κατέχει θλιβερή πρωτιά στις αυξήσεις ενοικίων σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Τον Οκτώβριο, η αύξηση άγγιξε το 8,9%, σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που μόλις έφτασε το 2,4%. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των κατοικιών κατά πάνω από 70% από το 2017, το πρόβλημα της στέγασης έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδίως για τα νέα νοικοκυριά.
Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος ακολουθούν ανάλογη τροχιά. Η αλλαγή εμπορικής πολιτικής των παρόχων, με ταχύτερες ανατιμήσεις στα πράσινα τιμολόγια και στροφή των καταναλωτών προς ακριβότερα σταθερά τιμολόγια, οδήγησε σε αύξηση 11,5% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα παραμένει στις ακριβότερες χώρες της ΕΕ όσον αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα για οικιακούς καταναλωτές.
Στον τομέα των τροφίμων, οι τιμές αυξάνονται σταθερά, γεγονός ιδιαίτερα οδυνηρό, δεδομένου ότι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών ενός μέσου νοικοκυριού. Το μοσχαρίσιο κρέας έχει μετατραπεί σε είδος πολυτελείας: ο κιμάς, που πριν από έναν χρόνο κόστιζε 8 ευρώ το κιλό, πωλείται σήμερα από 12 έως 15 ευρώ, ενώ η σπαλομίτα αγγίζει ακόμη και τα 20 ευρώ στα συνοικιακά κρεοπωλεία. Οι λόγοι είναι τόσο η μείωση της παραγωγής στην Ευρώπη, λόγω του Green Deal, των ζωονόσων και των υψηλών ενεργειακών δαπανών, όσο και οι ελληνικές ιδιαιτερότητες. Η χώρα καλύπτει μόλις το 10%-12% των αναγκών της από εγχώρια παραγωγή, καθιστώντας την ευάλωτη σε διαταραχές στις εισαγωγές. Οι μειώσεις παραγωγής σε Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία οδήγησαν σε αύξηση των τιμών κατά περίπου 30% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τις ελληνικές εισαγωγές να γίνονται πολύ πιο ακριβές.
Σε αυτό το πλαίσιο, έντονες αντιδράσεις προκαλεί η άρνηση της κυβέρνησης να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα ή σε βασικά είδη κατανάλωσης, παρά το γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποίησαν αυτό το εργαλείο για να αναχαιτίσουν τις τιμές. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι μια τέτοια παρέμβαση θα ήταν προσωρινή, θα μείωνε τα δημόσια έσοδα και πιθανότατα δεν θα ωφελούσε τον καταναλωτή, αλλά θα κατέληγε στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι η άρνηση αυτή στερεί από την αγορά μια άμεση ανάσα, ενώ τα νοικοκυριά βρίσκονται σε ασφυκτική πίεση και η δημοσιονομική επίπτωση θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την κατακόρυφη αύξηση των εσόδων λόγω πληθωρισμού.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις στους μέσους μισθούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2024, ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης για τους εργαζομένους στην ΕΕ ανήλθε σε 39.800 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,2% σε σχέση με τα 37.800 ευρώ του 2023. Στην Ελλάδα ήταν μόλις 18.000 ευρώ!
Το αποτέλεσμα είναι η ακρίβεια να γίνεται ακόμη πιο επώδυνη και η αγοραστική δύναμη των πολιτών να συρρικνώνεται. Το κρίσιμο ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο πρωθυπουργός στη Βουλή είναι αν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για να ανακοπεί η ανεξέλεγκτη πορεία των τιμών. Διότι, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία, η ακρίβεια στην Ελλάδα δεν είναι πλέον ένα εξωτερικό φαινόμενο, αλλά μια βαθιά ριζωμένη εγχώρια "πληγή", με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικά στο δημογραφικό.