Αγροτικές επιδοτήσεις: Σφίγγει ο έλεγχος της ΑΑΔΕ – Τι αλλάζει
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) στρέφει την προσοχή της στον αγροτικό τομέα, ξεκινώντας μια νέα εποχή ελέγχων σε έναν χώρο που για χρόνια έμενε στο περιθώριο. Η μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ έφερε άμεσα αποτελέσματα, αναδεικνύοντας σημαντικές αδικίες στο σύστημα των επιδοτήσεων και θέτοντας τις βάσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιοσύνη. Οι αρχικές διασταυρώσεις αποκάλυψαν χιλιάδες περιπτώσεις υπερβολικών δηλώσεων καλλιεργήσιμων εκτάσεων, δείχνοντας ότι η εποχή των ανεπαρκών ελέγχων φτάνει στο τέλος της.
Στόχος της ΑΑΔΕ δεν είναι μόνο να εντοπίσει παρατυπίες, αλλά να δημιουργήσει ένα σύστημα επιδοτήσεων που θα βασίζεται σε αξιόπιστα, διασταυρωμένα δεδομένα, με αυτόματες διαδικασίες και σαφή εικόνα της αγροτικής περιουσίας. Στο μέλλον, οι αγρότες δεν θα χρειάζεται να δηλώνουν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθώς τα δεδομένα θα συλλέγονται αυτόματα από τα ηλεκτρονικά συστήματα της ΑΑΔΕ, μέσω της σύνδεσης της φορολογικής διοίκησης με το Κτηματολόγιο και τα μισθωτήρια.
Τόσο ο ΟΠΕΚΕΠΕ όσο και το ΣΔΟΕ, που είχαν την ευθύνη για τους ελέγχους των επιδοτήσεων, δεν πραγματοποιούσαν ελέγχους ή τους περιόριζαν σε μικρό βαθμό.
Ωστόσο, η κίνηση της ΑΑΔΕ εγκυμονεί κινδύνους, καθώς το υπάρχον ελεγκτικό προσωπικό ενδέχεται να μην είναι αρκετό, αφήνοντας άλλους ελέγχους σε δεύτερη μοίρα. Αυτοί οι έλεγχοι, μεταξύ 2024 και 2025, απέφεραν 3,9 δισ. ευρώ από φοροδιαφυγή. Η ενίσχυση του προσωπικού είναι αναγκαία για να διατηρηθούν τα επιτεύγματα των προηγούμενων ετών.
Στις αρχές του 2026 αναμένεται το δεύτερο κύμα διασταυρώσεων, το οποίο θα εξετάσει όχι μόνο τα δηλωθέντα στρέμματα στο Ε9 και τα μισθωτήρια, αλλά και περιουσιακά και εισοδηματικά στοιχεία. Η ΑΑΔΕ θα ελέγξει τη δημιουργία περιουσιών με πολυτελή ακίνητα και την προέλευση των τραπεζικών λογαριασμών από δηλωμένα εισοδήματα.
Για δεκαετίες, το Ε9 στην Ελλάδα δεν απέγραφε απλώς ακίνητα. Ειδικά στην επαρχία, αντικαθιστούσε ένα ανύπαρκτο Κτηματολόγιο, απεικονίζοντας μια μακροχρόνια θεσμική αβεβαιότητα σχετικά με την ιδιοκτησία της γης. Σε χωριά και αγροτικές περιοχές, όπου τα όρια των χωραφιών ήταν ασαφή και οι τίτλοι ανύπαρκτοι, το έντυπο συχνά δεν αντανακλούσε την πραγματικότητα, αλλά εκτιμήσεις και προσδοκίες.
Μετά από διασταυρώσεις της φορολογικής διοίκησης, εντοπίστηκαν 3.000 αγρότες που δήλωναν στο Ε9 εκτάσεις που δεν τους ανήκαν, προκειμένου να εμφανίσουν μεγαλύτερες καλλιεργούμενες εκτάσεις και να αυξήσουν τις επιδοτήσεις. Αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί, καθώς οι έλεγχοι συνεχίζονται και εντατικοποιούνται, υπό την εποπτεία της ΑΑΔΕ. Κατά τις αρχικές διασταυρώσεις, εντοπίστηκαν πολλές περιπτώσεις με μικρές διαφορές στις εκτάσεις, οι οποίες όμως θεωρούνται λάθος και αφορούν περίπου 3.000 περιπτώσεις.
Πολλοί δήλωναν ακίνητα που δεν τους ανήκαν, πιστεύοντας ότι δεν τα είχε δηλώσει κανείς άλλος. Το Ε9 κατέγραφε απλώς ακίνητα για την επιβολή φόρων και τον υπολογισμό παροχών που συνδέονται με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Κατά συνέπεια, το Υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ χρησιμοποιούσαν το Ε9 για τον υπολογισμό του φόρου, ενώ όσοι δήλωναν ακίνητα που δεν τους ανήκαν είχαν τη δυνατότητα να τα αλλάζουν μέχρι το κλείσιμο του συστήματος για την εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ. Ακόμη και μετά την εκκαθάριση, μπορούσαν να κάνουν τροποποιητικές δηλώσεις χωρίς δικαιολογητικά, εφόσον ο φόρος ήταν μικρότερος των 300 ευρώ. Ο ΕΝΦΙΑ για τα αγροτεμάχια είναι εξαιρετικά χαμηλός.
Έτσι, το Ε9 για κάποιους ήταν ένα «χαρτί στο συρτάρι» για το μέλλον: ένα ξεχασμένο χωράφι, ένα οικόπεδο χωρίς τίτλους, μια γη χωρίς διεκδικητές. Η δήλωσή τους στο Ε9 δημιουργούσε ένα ίχνος ιδιοκτησίας, με την ελπίδα να το χρησιμοποιήσουν ως στοιχείο χρησικτησίας.
Το φαινόμενο πήρε μεγάλες διαστάσεις στην ύπαιθρο, όπου το Ε9 ήταν εργαλείο πρόσβασης στις επιδοτήσεις. Σε έναν αγροτικό κόσμο εξαρτημένο από τις ενισχύσεις, η έκταση γης ισοδυναμούσε με χρήματα. Όσο περισσότερα στρέμματα, τόσο μεγαλύτερη η επιδότηση. Έτσι, δηλώνονταν στο Ε9 αγροτεμάχια που δεν ανήκαν στους δηλούντες: χέρσα χωράφια, εγκαταλελειμμένες εκτάσεις, γαίες χωρίς ξεκάθαρη ιδιοκτησία. Το Ε9 προσκομιζόταν στις αρχές ως «απόδειξη», οι επιδοτήσεις εγκρίνονταν και τα χρήματα καταβάλλονταν. Στη συνέχεια, το ακίνητο… εξαφανιζόταν, διαγραφόταν από το Ε9 πριν δημιουργήσει φορολογική επιβάρυνση. Την επόμενη χρονιά, η ίδια διαδικασία επαναλαμβανόταν: ένα παιχνίδι δηλώσεων και διαγραφών, χωρίς έλεγχο και συνέπειες.
Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η ατομική παρανομία, αλλά και η σιωπηρή ανοχή ενός στρεβλού συστήματος επιδοτήσεων που συγχέει τη δήλωση με την ιδιοκτησία. Το Ε9, αντί να καταγράφει την περιουσία, συχνά κατέγραφε την ανάγκη ή την πονηριά, με αποτέλεσμα οι συνεπείς πολίτες να βλέπουν τους επιτήδειους να ευνοούνται εκμεταλλευόμενοι τα κενά του νόμου.