Τα Βορίζια, ο κύκλος αίματος και η ομερτά – Η εγκληματολόγος Κέλλυ Ιωάννου εξηγεί στο Newsbeast πώς το χωριό εγκλωβίστηκε στη βεντέτα

Βορίζια: Γιατί δεν σταματά ο κύκλος αίματος; Εξηγεί η εγκληματολόγος!

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Η τραγωδία στα Βορίζια, με δύο νεκρούς, έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη και επαναφέρει στο προσκήνιο τον όρο «βεντέτα», αλλά και την ανάγκη να σταματήσει αυτός ο φονικός κύκλος αίματος, εξασφαλίζοντας την ειρήνη σε μια κοινωνία που αναζητά δικαίωση μέσω της βίας.

Στο Newsbeast, η δρ Κέλλυ Ιωάννου, καθηγήτρια εγκληματολογίας και πραγματογνώμονας, απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τα γεγονότα στα Βορίζια, αναλύοντας τα βαθύτερα αίτια και προτείνοντας λύσεις.

Απαντώντας στο ερώτημα αν αυτό που συνέβη στα Βορίζια μπορεί να χαρακτηριστεί ως «βεντέτα», η δρ. Ιωάννου απαντά: Όχι, "δεν πρόκειται για βεντέτα με την κλασική έννοια". Όπως υποστηρίζει, η κλασική βεντέτα χαρακτηρίζεται από γενεαλογική ευθύνη και δεν στοχοποιεί γυναίκες και παιδιά. Στα Βορίζια, όμως, "βλέπουμε βαρύ οπλισμό, επιχειρησιακή οργάνωση και ενδείξεις εξω-οικογενειακών κινήτρων (οικονομικών/εξουσίας), που υπερβαίνουν το σχήμα «προσωπική βλάβη – ανταπόδοση»". Επομένως, πρόκειται για έναν σύγχρονο κύκλο βίας που χρησιμοποιεί τη ρητορική της τιμής, απαιτώντας αντιμετώπιση σοβαρής εγκληματικότητας, προστασία μαρτύρων και θεσμικό σασμό με εγγυήσεις.

Σχετικά με τα αίτια που οδηγούν μια κοινωνία στον φαύλο κύκλο της βεντέτας, η δρ. Ιωάννου εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει "όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι η βλάβη που υπέστησαν δεν αναγνωρίζεται και δεν αποκαθίσταται". Η χαμηλή εμπιστοσύνη στο κράτος, η εύκολη πρόσβαση στα όπλα, η πίεση για ανταπόδοση και η απουσία θεσμικής διέξοδου για το τραύμα και το πένθος συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα. "Δεν υπάρχει «γονίδιο τιμής». Υπάρχει ένας συνδυασμός ανεπίλυτης βλάβης, φόβου, ατιμωρησίας και τοπικών δομών ευθύνης που φορτίζουν τους ανθρώπους, κυρίως τους άνδρες, με την υποχρέωση να συνεχίσουν τον κύκλο".

Αναφορικά με τη λειτουργία της ομερτά σε τέτοιες περιπτώσεις, η εγκληματολόγος τονίζει ότι "δεν είναι ρομαντικός «νόμος της σιωπής»", αλλά ένας μηχανισμός επιβίωσης σε κοινότητες όπου η κρατική προστασία θεωρείται αβέβαιη. Οι άνθρωποι σιωπούν από φόβο, και "όταν το κράτος αργεί, υποτιμά κινδύνους ή λειτουργεί επιλεκτικά, η σιωπή μοιάζει πιο ασφαλής επιλογή από τη συνεργασία". Για να τελειώσει η ομερτά, πρέπει να προσφερθούν στους πολίτες πραγματικές εγγυήσεις ασφάλειας.

Όσον αφορά τον ρόλο των Αρχών, η δρ. Ιωάννου υπογραμμίζει τη διπλή τους αποστολή: να σταματήσουν αμέσως τη βία και να ανοίξουν ασφαλή δρόμο αποκατάστασης. Αυτό απαιτεί ορατή παρουσία, προστασία των ευάλωτων, νομικό moratorium, εντολές μη-προσέγγισης και στοχευμένο έλεγχο όπλων, καθώς και θεσμικό σασμό με ουδέτερους διαμεσολαβητές και γραπτή συμφωνία με ρήτρες μη επανάληψης.

Η εύκολη πρόσβαση σε όπλα αποτελεί, σύμφωνα με την εγκληματολόγο, "επιταχυντή της βίας", κάνοντας τις συγκρούσεις πιο γρήγορες, πιο φονικές και πιο δύσκολο να σταματήσουν. "Όταν υπάρχει όπλο στο κάδρο, ο χρόνος από την ένταση στο αίμα μικραίνει, η «προληπτική» επίθεση μοιάζει λογική («ας χτυπήσω πριν με χτυπήσουν»), αυξάνονται τα παράπλευρα θύματα και καταρρέουν τα άτυπα όρια".

Συγκρίνοντας τη «βεντέτα» του 1955 με αυτή του 2025, η δρ. Ιωάννου επισημαίνει ότι ο πυρήνας παραμένει ίδιος: μια ανεπίλυτη βλάβη, χαμηλή εμπιστοσύνη στο κράτος και ανάθεση της δημόσιας ευθύνης σύγκρουσης σε ανδρικούς ρόλους. Ωστόσο, έχουν αλλάξει τα μέσα και ο ρυθμός, με βαρύτερο οπλισμό, ταχύτατη διάχυση πληροφορίας και πιο αδύναμους άτυπους μεσολαβητές.

Τέλος, αναφερόμενη στον ρόλο των ΜΜΕ, η δρ. Ιωάννου τονίζει ότι "η δημοσιότητα είναι μαχαίρι με δύο κόψεις". Τα ΜΜΕ μπορούν να αποτρέψουν, δίνοντας έμφαση στην ασφάλεια και τη βεβαιότητα των κυρώσεων, αλλά μπορούν να κλιμακώσουν, ρομαντικοποιώντας τη βία, αναπαράγοντας απειλές ή στοχοποιώντας οικογένειες. Υπεύθυνη κάλυψη σημαίνει ουδέτερη γλώσσα, αποφυγή λεπτομερειών που τροφοδοτούν μίμηση, προστασία ταυτοτήτων και έμφαση στις λύσεις.