Η τεχνητή νοημοσύνη οδηγεί σε νέο χάσμα πλούσιων και φτωχών – Έτσι μπορούμε να το αποτρέψουμε

Τεχνητή Νοημοσύνη: Θα Διευρυνθεί το Χάσμα Πλούσιων-Φτωχών; Οι Λύσεις στο Τραπέζι

Τεχνολογία
Δημοσιεύθηκε  · 6 λεπτά ανάγνωση

Από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, ένα ζήτημα παραμένει σταθερά επίκαιρο: οι οικονομικές ανισότητες και η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η τεχνολογία, στην ουσία, στοχεύει στην υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές.

Θεωρητικά, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας ζωής για όλους, με υψηλότερα εισοδήματα και περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει ότι τα οικονομικά οφέλη από την τεχνολογική πρόοδο τείνουν να συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων, αφήνοντας τους πολλούς να απολαμβάνουν μόνο ένα μικρό μέρος των καρπών της ανθρώπινης ευφυΐας.

Το πρόβλημα είναι διαχρονικό και αφορά την άνιση κατανομή των κερδών που προκύπτουν από την αντικατάσταση της εργασίας από τις μηχανές. Ιστορικά, το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος συσσωρεύεται σε αυτούς που κατέχουν το κεφάλαιο, τις μηχανές και έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία.

Ο Σερβοαμερικανός οικονομολόγος Μπράνκο Μιλάνοβιτς, σε άρθρο του στο Social Europe, τονίζει ότι οι επιχειρηματίες, οι εφευρέτες νέων μηχανών και οι επενδυτές σε νέες τεχνολογίες αποκομίζουν δυσανάλογα μεγάλα κέρδη. Ο Μιλάνοβιτς, ειδικός σε θέματα ανάπτυξης και οικονομικών ανισοτήτων, εξηγεί ότι οι επενδυτές, εξ ορισμού, ανήκουν στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Επομένως, η αύξηση του μεριδίου κεφαλαίου οδηγεί σχεδόν αναγκαστικά σε αύξηση της συνολικής ανισότητας εισοδήματος. Υπογραμμίζει την ανάγκη να βρεθούν τρόποι για μια δικαιότερη κατανομή αυτού του εισοδήματος, ώστε να ωφεληθούν και τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.

Ο καθηγητής Μιλάνοβιτς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προτείνει τρεις τρόπους για να περιοριστεί η ανισότητα εισοδήματος.

Πρώτον, την ευρύτερη διάδοση της ιδιοκτησίας κεφαλαίου, ώστε τα οφέλη από την αύξηση του μεριδίου κεφαλαίου να μην συγκεντρώνονται μόνο στην κορυφή. Δεύτερον, τη φορολόγηση των υψηλότερων κεφαλαιακών εισοδημάτων σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σήμερα. Και τρίτον, την απαγόρευση ορισμένων νέων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που δημιουργούν εισόδημα για τους συμμετέχοντες, αλλά είναι «άμεσα μη παραγωγικές».

Είναι αναμενόμενο ότι η εφαρμογή αυτών των πολιτικών θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις.

Αναφερόμενος στην πρώτη του πρόταση, ο Μιλάνοβιτς επισημαίνει ότι το κεφάλαιο είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένο. Κατά μέσο όρο, το 77% των νοικοκυριών σε προηγμένες και μεσαίου εισοδήματος οικονομίες έχουν μηδενικό ή σχεδόν μηδενικό εισόδημα από κεφάλαιο. Ως «σχεδόν μηδέν» ορίζεται ένα ποσό έως 100 δολάρια ανά άτομο ετησίως. Επιπλέον, ως κεφάλαιο θεωρείται μόνο το χρηματοοικονομικό ή παραγωγικό κεφάλαιο που παράγει εισόδημα, εξαιρουμένων των ακινήτων, κοσμημάτων και έργων τέχνης.

Στην περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, η κατάσταση δεν διαφέρει σημαντικά. Εάν τόσο λίγοι άνθρωποι κατέχουν οικονομικό και παραγωγικό κεφάλαιο, η αυξανόμενη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης απλώς θα ενισχύσει τους ήδη πλούσιους και θα αυξήσει την ανισότητα.

Ο Μιλάνοβιτς τονίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μην αυξήσει τον αριθμό των νοικοκυριών με μηδενικό εισόδημα από κεφάλαιο, αλλά θα κάνει όσους βρίσκονται στην κορυφή ακόμη πλουσιότερους, επιδεινώνοντας την ανισότητα.

Τα μέχρι τώρα παραδείγματα κατανομής της ιδιοκτησίας κεφαλαίου δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Στη Βρετανία, το σχέδιο της Μάργκαρετ Θάτσερ για «λαϊκό καπιταλισμό» οδήγησε κυρίως στην ιδιωτικοποίηση των δημοτικών κατοικιών. Στις ΗΠΑ, τα Σχέδια Ιδιοκτησίας Μετοχών από Εργαζόμενους (ESOP) δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα λόγω έλλειψης δημοσιονομικής στήριξης. Η καθηγήτρια Οικονομικών Ίζαμπελ Σόχιλ υποστηρίζει ότι τα ESOP θα ήταν πιο διαδεδομένα εάν οι εταιρείες απολάμβαναν φορολογικά οφέλη όταν διένειμαν μετοχές στους εργαζόμενους. Ο Μιλάνοβιτς διερωτάται γιατί οι CEO των εταιρειών πληρώνονται με μετοχές και όχι οι εργαζόμενοι. Σημειώνει επίσης ότι σε ορισμένες χώρες, τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία κατόρθωσαν να κάνουν «διασπορά» εισοδήματος από το κεφάλαιο. Στη Βρετανία, το ποσοστό των νοικοκυριών «μηδενικού εισοδήματος» από κεφάλαιο μειώθηκε από 84% σε 79% όταν συμπεριλαμβάνεται το εισόδημα από ιδιωτικές συντάξεις.

Συνεπώς, όλες αυτές οι μέθοδοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με στόχο τη διάδοση της ιδιοκτησίας κεφαλαίου σε περισσότερους ανθρώπους, μετριάζοντας έτσι την αύξηση της ανισότητας εισοδήματος που θα προκύψει από νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη.

Αυτή η πρόταση μοιάζει με την ιδέα του Γάλλου οικονομολόγου Γκαμπριέλ Ζουκμάν, η οποία έχει προκαλέσει αντιδράσεις στη Γαλλία.

Σύμφωνα με τον Μιλάνοβιτς, η φορολόγηση του κεφαλαίου είναι ένας άλλος τρόπος για να ελεγχθεί η αυξανόμενη ανισότητα. Επισημαίνει ότι η φορολογία πρέπει να είναι μέρος ενός συνόλου λύσεων και όχι η μοναδική λύση. Δεν μπορούν να λυθούν όλα τα προβλήματα με τη φορολογία, αλλά πρέπει να υπάρχει φορολογική δικαιοσύνη.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα κεφαλαιακά εισοδήματα φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές από τα εισοδήματα από εργασία. Ο φορολογικός συντελεστής για εισόδημα από εργασία κάτω των 100.000 δολαρίων ετησίως είναι 24%, ενώ για το κεφάλαιο είναι 15%. Όσο αυξάνεται το εισόδημα, τόσο μεγαλώνει και η ανισότητα στη φορολόγηση. Για εισοδήματα άνω των 400.000 δολαρίων, το εισόδημα από εργασία φορολογείται με 35%, έναντι 15% στο εισόδημα από κεφάλαιο.

Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και σε άλλες χώρες.

Η τρίτη πρόταση του Μιλάνοβιτς είναι η κρατική ιδιοκτησία σε νέες τεχνολογίες ή καινοτομίες όπου η κρατική χρηματοδότηση έπαιξε σημαντικό ρόλο, ειδικά σε μια εποχή που υπάρχουν ανησυχίες για την τεχνητή νοημοσύνη. Τέτοιες κρατικές επενδύσεις συχνά δεν αναγνωρίζονται, ακόμη και στη Silicon Valley στις ΗΠΑ.

Ο Μιλάνοβιτς υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους σε ορισμένες από τις ροές κεφαλαιακών εσόδων. Παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποκτήσει σημαντικό μερίδιο στην Intel, καθώς και ο ρόλος της κυβέρνησης στην Κίνα στην υποστήριξη της καινοτομίας.

Αυτός είναι ο τρίτος τρόπος για να σταματήσει η επιδείνωση της ανισότητας από τις νέες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης: η απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων κερδοσκοπικού χαρακτήρα που είναι άμεσα «μη παραγωγικές». Αν και παραδέχεται ότι αυτός είναι ο πιο δύσκολος και ριζοσπαστικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος και πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή.

Ο όρος «μη παραγωγική» δραστηριότητα στην οικονομία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Θα μπορούσε να περιγραφεί ως εθελοντικές συναλλαγές μεταξύ οικονομικών φορέων που παράγουν εισόδημα, όπως το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών.

Στην περίπτωση της τεχνολογίας, υπάρχουν δραστηριότητες που έχουν μοναδικό στόχο την κερδοσκοπία, όπως τα κρυπτονομίσματα. Δεν αυξάνουν την ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών, ούτε βελτιώνουν την κατανομή των πόρων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια μορφή τζόγου: κάποιοι γίνονται πολύ πλούσιοι και κάποιοι άλλοι πολύ φτωχοί. Όπως είπε και ο Άνταμ Σμιθ, όσο μεγαλύτερη είναι η λαχειοφόρος αγορά τόσο περισσότεροι είναι οι χαμένοι.

Ο Μιλάνοβιτς σημειώνει ότι ούτε οι απαγορεύσεις είναι πανάκεια και πρέπει να επιλέγονται με σύνεση, όπως σε περιπτώσεις που η φορολόγηση είναι δύσκολη ή η δραστηριότητα είναι τόσο επιβλαβής ώστε να δικαιολογείται η απαγόρευσή της.

Κατά τον καθηγητή Οικονομικών, αυτές οι τρεις πολιτικές μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό των ανισοτήτων που προκαλούνται από την τεχνητή νοημοσύνη. Οι κυβερνήσεις, συνδυάζοντάς τες σε διαφορετικές αναλογίες και χρονικές στιγμές, μπορούν να έχουν αποτέλεσμα χωρίς να πλήττουν την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών.