Τέμπη: «Δεν θα διαφοροποιούσε την αιτία θανάτου…»

Τέμπη: Γιατί αρχειοθετήθηκε η μήνυση κατά των ιατροδικαστών – Όλο το παρασκήνιο

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Ο εισαγγελέας που είχε αρχειοθετήσει τη μήνυση συγγενών θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών κατά των ιατροδικαστών, είχε αποφανθεί ότι η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων δεν θα διαφοροποιούσε την αιτία θανάτου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «σε κανένα βαθμό δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό ανεύρεσης της ακριβούς αιτίας θανάτου –εξαιτίας του προφανούς της χαρακτήρα αλλά και του βίαιου και ακαριαίου τρόπου θανάτου– η διενέργεια ιστολογικών ή άλλων τοξικολογικών εξετάσεων».

Η μήνυση των 167 συγγενών θυμάτων για παράβαση καθήκοντος εις βάρος των ιατροδικαστών είχε αρχειοθετηθεί μερικώς τον Ιούλιο του 2024. Ωστόσο, ανασύρθηκε πρόσφατα με εισαγγελική παραγγελία, «ανοίγοντας» ξανά την έρευνα και δίνοντας το πράσινο φως για την ικανοποίηση των αιτημάτων εκταφής των συγγενών των θυμάτων.

Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, η παράλειψη διενέργειας τοξικολογικής εξέτασης για τον προσδιορισμό ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στις απανθρακωμένες σορούς δεν αναιρεί την εκπλήρωση του ιατροδικαστικού καθήκοντος. «Από αυτή την παράλειψη δεν πλήττεται η ορθότητα του συμπεράσματος της ιατροδικαστικής έκθεσης για την αιτία θανάτου, ακόμη κι αν πιθανολογείτο ότι ως εκ περισσού θα μπορούσε να έχει παραγγελθεί εξέταση ποσοτικού προσδιορισμού ανθρακυλαιμοσφαιρίνης σε ορισμένες από τις εν λόγω περιπτώσεις σορών, ενέργεια η οποία δυστυχώς δεν θα διαφοροποιούσε το τελικό αποτέλεσμα, αλλά υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να συμβάλει στην απάντηση επιμέρους ερωτημάτων αναφορικά με το μάλλον πολύ βραχύ χρονικό διάστημα που προηγήθηκε του επελθόντος θανάτου συνεπεία της απολύτου βλαπτικής επίδρασης της φωτιάς».

Επιπλέον, ο εισαγγελέας τόνισε ότι η ιατροδικαστική εξέταση που δεν πραγματοποιήθηκε εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια των ιατροδικαστών, «τα ακραία όρια της οποίας, όπως προσδιορίζονται από τους κανόνες της ιατροδικαστικής επιστήμης και τεχνικής και την αρχή της χρηστής διοίκησης, δεν παραβιάστηκαν στην προκειμένη περίπτωση και δη υπαιτίως, με πρόθεση ή πολύ περισσότερο με περαιτέρω σκοπό βλάβης άλλων προσώπων, συγγενών των θυμάτων».

Σύμφωνα με το Ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών, η διενέργεια τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων στις περιπτώσεις θανάτων από μαζικές καταστροφές εξαρτάται από την κρίση των ιατροδικαστών. Ο εισαγγελέας ανέφερε ότι «στην προκειμένη περίπτωση για καμία σορό δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς την αιτία θανάτου, ώστε να απαιτηθεί διενέργεια ιστολογικών εξετάσεων, πράξη που καθίσταται ιατροδικαστικώς αναγκαία όταν η αιτία θανάτου δεν είναι εμφανής και τίθεται ζήτημα περαιτέρω διερεύνησης μέσω εργαστηριακών εξετάσεων σε ληφθέντα ιστοτεμάχια για τη μικροσκοπική διαπίστωση παθογνωμικών ευρημάτων που δεν είναι ορατά μακροσκοπικά».

Αντίστοιχα, «απολύτως αλυσιτελής» κρίθηκε η διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα για ανίχνευση αλκοόλης ή εξαρτησιογόνων ουσιών. «Ειδικά η αναζήτηση στους επιβάτες ανθρακυλαιμοσφαιρίνης (HbCO) μέσω τοξικολογικών εξετάσεων ομοίως κρίθηκε, σύμφωνα με τους ιατροδικαστές, ως μη αναγκαία και ως μη συνδεόμενη με την αιτία και τον μηχανισμό του θανάτου, διότι η ανωτέρω εξέταση ενδείκνυται για την απόδειξη της επέλευσης ασφυκτικού θανάτου».

Σχετικά με τις μη απανθρακωμένες σορούς, ο εισαγγελέας εξήγησε ότι «αιτία του άμεσου θανάτου ήταν οι διαπιστωθείσες βαρύτατες θανατηφόρες κακώσεις συνεπεία κυρίως των φυσικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν από τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών, κακώσεις οι οποίες λόγω του είδους αυτών δεν κατέλειπαν περιθώριο αμφισβήτησης του αιτίου που επέφερε τον θάνατο. Στις απανθρακωμένες σορούς ο θάνατος επήλθε λόγω της άμεσης επίδρασης της φωτιάς. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε επίσης περιθώριο προς διερεύνηση επέλευσης του θανάτου από άλλη αιτία, όπως από ανοξυγοναιμία που δημιουργείται λόγω εισπνοής ικανής ποσότητας παραχθέντος μονοξειδίου του άνθρακα (CO) σχηματίζοντας έτσι ανθρακυλαιμοσφαιρίνη».

Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, «τα ευρήματα της νεκροψίας και νεκροτομής δεν κατέλειπαν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της αιτίας θανάτου στους επιβάτες που απανθρακώθηκαν και δεν υπήρχε περαιτέρω πεδίο επιστημονικής αναζήτησης άλλης αιτίας θανάτου».

Η παράλειψη διενέργειας τοξικολογικής εξέτασης δεν αποκλείει την εκπλήρωση του ιατροδικαστικού καθήκοντος, ιδίως καθώς «η ακτινοβολία θερμότητας πάνω στο σώμα ή η εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα δεν επιφέρουν άμεσα τον θάνατο και σε τέτοιου είδους περιπτώσεις θανάτου καθίσταται εκ των πραγμάτων χρήσιμη η τοξικολογική εξέταση για ανίχνευση ανθρακυλαιμοσφαιρίνης».

Ο εισαγγελέας αναφέρθηκε σε περιπτώσεις όπως το Μάτι και η φωτιά στην Ηλεία, όπου διενεργήθηκαν τοξικολογικές εξετάσεις, τονίζοντας ότι «ο προϊστάμενος της Κεντρικής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας και προϊστάμενος κάθε ιατροδικαστή του υπουργείου Δικαιοσύνης Νικόλαος Καρακούκης, όσο και οι λοιποί παριστάμενοι ιατροδικαστές ουδεμία σχετική επισήμανση ή σύσταση υπέβαλαν για τη λήψη τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων, ούτε πρόβαλαν επιστημονική άποψη για την αναγκαιότητα και χρησιμότητα λήψης βιολογικών υλικών για περαιτέρω διερεύνηση».

Αναφορικά με την παράλειψη διενέργειας αυτοψίας στον τόπο της τραγωδίας, ο εισαγγελέας σημείωσε ότι «στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών δεν υπήρξε σχετική παραγγελία της αρμόδιας προανακριτικής αρχής αλλά ούτε και αντίστοιχη επισήμανση από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, καθώς εκτιμήθηκε ότι η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη δεν θα εισέφερε ιδιαίτερα στοιχεία στη διαδικασία της αναγνώρισης των σορών και στη διερεύνηση των αιτίων θανάτου».

Το σκεπτικό πίσω από την παράλειψη αυτή ήταν «η φύση του συμβάντος και η επιβεβλημένη συνολική αντιμετώπισή του, αφού επρόκειτο για πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα με διαβαθμισμένο και μεγάλο επίσης αριθμό τραυματιών προσώπων... καθιστούσαν δεδομένη την ύπαρξη μεταβολών στον χώρο και κατά συνέπεια την εν πολλοίς μη εξαγωγή ιατροδικαστικώς σημαντικών συμπερασμάτων».

Ο εισαγγελέας κατέληξε ότι οι εξηγήσεις των ιατροδικαστών, που θα κληθούν ξανά για εξηγήσεις, «κρίνονται βάσιμες και σύμφωνες με τις συνήθειες που έχουν καθιερωθεί στην ιατροδικαστική πρακτική».

Υπενθυμίζεται ότι σε σχετικά πρόσφατες περιπτώσεις μαζικών θανάτων από φωτιά, όπως στην Ηλεία το 2007 και στο Μάτι Αττικής το 2018, δεν διενεργήθηκε αυτοψία παρουσία ιατροδικαστών, όπως προέκυψε από απαντητικό έγγραφο του προϊσταμένου της Κεντρικής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Νικολάου Καρακούκη.