Ταμείο Ανάκαμψης: Τι μέλλει γενέσθαι μετά το τέλος – O κίνδυνος «πίεσης» στον εθνικό προϋπολογισμό

Ταμείο Ανάκαμψης: Κρίσιμη καμπή και προκλήσεις για την ελληνική οικονομία!

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Ο χρόνος μετρά αντίστροφα για το Ταμείο Ανάκαμψης, με το χρονικό όριο να εκπνέει στα τέλη του 2026. Η «κίτρινη κάρτα» από τις Βρυξέλλες, τον προηγούμενο μήνα, για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων, σε συνδυασμό με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Κομισιόν που «βλέπουν» επιβράδυνση της οικονομίας το 2027, δημιουργούν πιεστικές ανάγκες για την κυβέρνηση. Το ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε τα έργα που θα υλοποιηθούν να στηρίξουν ουσιαστικά την πραγματική οικονομία.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, χάρη στη σταθερή κατανάλωση και τις επενδύσεις που υποστηρίζονται από κονδύλια της ΕΕ. Ωστόσο, αυτή η θετική ώθηση δεν θα διαρκέσει επ' άπειρον. Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στο 1,7% το 2027, καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης θα φτάνει στο τέλος του.

Ο τομέας Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής σχολιάζει ότι «οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελούν ηχηρή διάψευση του κυβερνητικού αφηγήματος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διαρκείς θριαμβολογίες, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, μονοδιάστατη και εξαρτημένη σχεδόν αποκλειστικά από την ιδιωτική κατανάλωση. Ένα αναπτυξιακό πρότυπο, δηλαδή, που δεν μπορεί να στηριχθεί μακροπρόθεσμα, ειδικά όταν τα νοικοκυριά εμφανίζουν αρνητική αποταμίευση, βλέποντας το εισόδημά τους να ροκανίζεται από τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό».

Παράλληλα, το ΠΑΣΟΚ προσθέτει ότι η έκθεση «υπογραμμίζει ότι η επενδυτική δυναμική δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ένα νέο, βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης αποκαλύπτει με σαφήνεια την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για την επόμενη μέρα. Η οικονομία εξακολουθεί να μην διαθέτει τις δομικές βάσεις που θα της επέτρεπαν να διατηρήσει μακροπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς την ώθηση των ευρωπαϊκών πόρων».

Σύμφωνα πάντα με το ΠΑΣΟΚ, η πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,7% το 2027 στην Ελλάδα «τερματίζει το κυβερνητικό αφήγημα περί δήθεν υπερδιπλάσιων ρυθμών ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταλήγει λέγοντας ότι η ίδια η Κομισιόν «επιβεβαιώνει ότι πίσω από τις αναπτυξιακές ψευδαισθήσεις της Νέας Δημοκρατίας κρύβεται μια οικονομία που δεν έχει καταφέρει ακόμη να μεταβεί σε ένα σταθερό, παραγωγικό και κοινωνικά δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, απαντά ότι «η χώρα δεν ξεμένει από λεφτά». Δεν εκφράζει ανησυχία για το 1,7% ανάπτυξη, τονίζοντας «ότι σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πάλι φαίνεται ότι θα είμαστε καλύτερα».

Ο Παύλος Μαρινάκης υπογράμμισε πως ανάλογες ειδήσεις, «οι οποίες δεν ήταν δεδομένες πριν από κάποιους μήνες, όχι πριν από κάποια χρόνια (…) έρχονται όλο και περισσότερες, γιατί η χώρα μεγαλώνει», θεωρώντας τις πρόσφατες ανακοινώσεις στο Ζάππειο ως το μοναδικό στήριγμα της κυβέρνησης για να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αμφισβήτησης και πολιτικής αντιπαράθεσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρουσε «καμπανάκι» κινδύνου στα τέλη Οκτωβρίου, προειδοποιώντας ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, όχι λόγω οικονομικής αδυναμίας, αλλά λόγω διοικητικών παραλείψεων. Η έκθεση αναδεικνύει ένα σύστημα με θεσμικά κενά και καθυστερήσεις, που θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων απορρόφησης.

Οι ελεγκτές διαπιστώνουν ότι οι διαδικασίες παρακολούθησης των έργων δεν εξασφαλίζουν έγκαιρο εντοπισμό των καθυστερήσεων στην υλοποίησή τους. Επιπλέον, επισημαίνουν την έλλειψη κρίσιμων εργαλείων, τις καθυστερήσεις στις ενημερώσεις για την πορεία των έργων, καθώς και την σχεδόν ανύπαρκτη ύπαρξη εσωτερικών ελέγχων.

Σε απάντηση, η κυβέρνηση επιχειρεί να αναθεωρήσει το χαρτοφυλάκιο έργων, μεταφέροντας πόρους σε έργα με υψηλότερη ωριμότητα, όπως η ψηφιακή μετάβαση, τα ενεργειακά δίκτυα και οι πράσινες επενδύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προχωρώντας σε νέα αναθεώρηση ύψους 800-900 εκατ. ευρώ.

Ταυτόχρονα, το ΙΟΒΕ εντοπίζει σημάδια κόπωσης στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ο γενικός διευθυντής του, καθηγητής Νίκος Βέττας, προειδοποιεί ότι υπάρχει κίνδυνος ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να κινηθεί σταδιακά προς το 1% την επόμενη πενταετία.

Η έκθεση του ΙΟΒΕ, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα, θέτει ως βασικό ζητούμενο την ενίσχυση των επενδύσεων, «ιδίως μετά τη λήξη της περιόδου του Ταμείου Ανάκαμψης».