
Συνάντηση Τραμπ-Πούτιν: Ένα βήμα από την απομόνωση στην παγκόσμια σκακιέρα;
Η συνάντηση που όλοι ανέμεναν είναι πια γεγονός. Ακριβώς 207 ημέρες έπειτα από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε τελικώς το τετ-α-τετ που επιθυμούσε με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, και μάλιστα επί αμερικανικού εδάφους, στην Αλάσκα. Ο Ρώσος ηγέτης μετέβη στην «έδρα» του Τραμπ (μια «έδρα» όμως όπως η Αλάσκα, που ήταν ως το 1867 ρωσική και που -υπό αυτήν την έννοια- θα μπορούσε ίσως να ιδωθεί ως δυνητικά «κοινό έδαφος») για να συζητήσουν το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία που έχει ήδη συμπληρώσει πάνω από 40 μήνες συγκρούσεων.
Παρά την επικοινωνιακή «χημεία» τους, οι δύο ηγέτες προσήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από διαφορετικές αφετηρίες. Ο Τραμπ θα ήθελε να δει μια εκεχειρία στην Ουκρανία και μάλιστα το συντομότερο (τον προσεχή Οκτώβριο ανακοινώνονται τα Νόμπελ), αλλά ο Πούτιν δεν δείχνει να βιάζεται να «παγώσει» αυτόν τον πόλεμο.
Η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν ξεκίνησε σε εντυπωσιακά θερμό κλίμα, με τους δύο ηγέτες να πραγματοποιούν μια καλά «χορογραφημένη» κοινή είσοδο πάνω σε κόκκινο χαλί, αφού εξήλθαν ταυτόχρονα από τα αεροσκάφη τους και περπάτησαν μαζί μπροστά στις κάμερες, ανταλλάσσοντας χαμόγελα και θερμές χειραψίες, με τον Τραμπ μάλιστα να χειροκροτά τον Πούτιν καθώς τον υποδεχόταν και τους δύο ηγέτες να εισέρχονται στην ίδια λιμουζίνα που θα τους μετέφερε στον χώρο των συνομιλιών.
Το ίδιο το γεγονός της δια ζώσης συνάντησης Τραμπ-Πούτιν είχε αξιολογηθεί από Ρώσους σχολιαστές ως «νίκη» για τον Ρώσο πρόεδρο, ο οποίος πλέον «βγαίνει από την απομόνωση» όπως υποστήριζαν. Η υποδοχή που του επιφύλαξε τελικώς ο Τραμπ το πρωί της Παρασκευής (ώρα ΗΠΑ) στην Αλάσκα ήρθε να επιβεβαιώσει ακριβώς αυτήν την ανάγνωση, με τους New York Times να υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά ότι «ο Πούτιν πέτυχε αυτό που ήθελε» διότι «βρίσκεται ξανά στο τραπέζι» και «ακριβώς αυτή ήταν η εικόνα που επιζητούσε […] έπειτα από τρία χρόνια διπλωματικής απομόνωσης, κυρώσεων και ενώ είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου». Για την ιστορία, υπενθυμίζεται ότι ο Πούτιν είχε βρεθεί για τελευταία φορά στις ΗΠΑ προ δεκαετίας, το 2015, για να πάρει μέρος στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενώ εκτός πλαισίου ΟΗΕ η τελευταία του επίσκεψη εκεί ήταν το 2007.
Οι συνομιλίες που είχαν στη στρατιωτική βάση Ελμεντορφ-Ρίτσαρντσον στο Ανκορατζ της Αλάσκας οι κ.κ. Τραμπ και Πούτιν διήρκεσαν τελικώς περίπου τρεις ώρες και -σε αντίθεση με όσα είχαν προαναγγελθεί- δεν πραγματοποιήθηκαν μόνο με τη συμμετοχή διερμηνέων αφού ο κάθε ηγέτης είχε μαζί του δύο αξιωματούχους με αποτέλεσμα έτσι να διαμορφωθεί μια σύνθεση τύπου «three on three»: ο μεν Τραμπ τους κ.κ. Ρούμπιο και Γουίτκοφ, ο δε Πούτιν τους κ.κ. Λαβρόφ και Ουσάκοφ.
Η συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ήταν κι εκείνη κοινή, με τον Ντόναλντ Τραμπ να δίνει μάλιστα στον Βλαντιμίρ Πούτιν την ευκαιρία να μιλήσει εκείνος πρώτος, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο καθότι ο Τραμπ ήταν στην προκειμένη περίπτωση ο οικοδεσπότης.
Παίρνοντας τον λόγο, ο Ρώσος πρόεδρος υπογράμμισε ότι Ρώσοι και Αμερικανοί είναι «γείτονες». «Γεια σου γείτονα», φέρεται να είπε στον Τραμπ όταν έδωσαν τα χέρια στο κόκκινο χαλί νωρίτερα την Παρασκευή, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Συνεχίζοντας, έκανε μια αναδρομή στο ρωσικό παρελθόν της Αλάσκας, προτού αναφερθεί στις αμερικανορωσικές σχέσεις που είχαν υποχωρήσει στο χαμηλότερο μεταψυχροπολεμικό τους σημείο και που τώρα θα πρέπει να προχωρήσουν μπροστά, περνώντας από την αντιπαράθεση στον διάλογο, όπως ανέφερε. Σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Πούτιν είπε ότι για να μπορέσει να υπάρξει μια διευθέτηση που θα έχει διάρκεια, θα πρέπει πρώτα να εξαλειφθούν οι «πρωταρχικές αιτίες» που οδήγησαν σε αυτήν τη σύγκρουση, επαναλαμβάνοντας έτσι την πάγια ρωσική γραμμή. Είπε, εν συνεχεία, ότι «ο Αμερικανός πρόεδρος κατανοεί ότι η Ρωσία έχει τα δικά της συμφέροντα», ενώ εξέφρασε την «ελπίδα» οι Ουκρανοί και οι Ευρωπαίοι «να μην φέρουν εμπόδια στην ειρηνευτική διαδικασία». Ο Ρώσος πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι «πραγματικά τον ενδιαφέρει» να δοθεί ένα τέλος σε αυτόν τον πόλεμο τον οποίο χαρακτήρισε «τραγωδία». Είπε μάλιστα ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα είχε ξεκινήσει εάν ήταν ο Τραμπ πρόεδρος των ΗΠΑ, ενώ χαρακτήρισε τη συνάντηση με τον Τραμπ σημείο εκκίνησης προς μια επίλυση. Από εκεί και πέρα ωστόσο, αναφορικά με το περιεχόμενο αυτής της δυνητικής επίλυσης και τη διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει προς τα εκεί, ο Πούτιν δεν έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις, αφήνοντας έτσι πολλά ερωτήματα (τα περισσότερα είναι η αλήθεια) αναπάντητα.
Παίρνοντας τον λόγο, ο Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε ότι σημειώθηκε μεν «μεγάλη πρόοδος», αλλά ότι ακόμη δεν υπάρχει συμφωνία αναφορικά με το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. «Δεν υπάρχει συμφωνία μέχρι να υπάρξει συμφωνία», ήταν χαρακτηριστικά η φράση που χρησιμοποίησε. Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι πρόκειται να καλέσει τώρα τους νατοϊκούς συμμάχους και τον Ζελένσκι για να τους ενημερώσει σχετικά· και ότι τελικώς θα εξαρτηθεί από εκείνους το εάν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι. Υπογράμμισε ότι με τον Πούτιν συμφώνησαν σε πολλά σημεία, αλλά ότι υπάρχουν ακόμη μερικά που εκκρεμούν και ότι ένα από αυτά είναι το πιο σημαντικό, χωρίς όμως να διευκρινίσει ποιο ακριβώς είναι αυτό. Κλείνοντας, ανέφερε ότι είναι πιθανό να ξανασυναντηθεί με τον Πούτιν σύντομα, δίνοντας έτσι πάσα στον Ρώσο πρόεδρο ο οποίος σε εκείνο το σημείο παρενέβη λέγοντας: «την επόμενη φορά στη Μόσχα».
Σημαντική σημείωση: η συνέντευξη Τύπου ολοκληρώθηκε χωρίς οι δύο ηγέτες να δεχθούν ερωτήσεις.
Η πυκνότητα των διεργασιών και των διαβουλεύσεων που εκτυλίχθηκαν διεθνώς στον δρόμο προς τη συνάντηση της Αλάσκας ήταν, από πολλές απόψεις, πρωτοφανής, πράγμα λογικό εάν αναλογιστεί κανείς το διακύβευμα που δεν είναι άλλο από εκείνο της έκβασης του μεγαλύτερου πολέμου που έχει ζήσει η Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο. Ο Τζέι Ντι Βανς είχε επαφές με Βρετανούς, Ουκρανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους το περασμένο Σαββατοκύριακο στη νότια Αγγλία, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε μέρος στην τηλεδιάσκεψη που διοργάνωσε η γερμανική πλευρά την περασμένη Τετάρτη μαζί με τους Ευρωπαίους και τον Ζελένσκι. Κι όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογίζονται οι επαφές επί επαφών που πραγματοποιήθηκαν σε διμερές επίπεδο τόσο από την πλευρά του Ζελένσκι όσο και από την πλευρά του Πούτιν.
Ολες αυτές οι διεργασίες ωστόσο, δεν ήταν αρκετές ώστε να ανεβάσουν τον πήχυ των προσδοκιών.
Αντιθέτως, μόλις λίγα 24ωρα πριν από το μεγάλο ραντεβού, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Καρολάιν Λίβιτ, θα κατέβαζε σημαντικά αυτόν τον πήχυ υποστηρίζοντας ότι ο στόχος των δύο ηγετών είναι απλώς να ακούσουν και να καταλάβουν καλύτερα ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο μιας συνάντησης που θα αποτελέσει «άσκηση ακρόασης» («listening exercise»). Ο ίδιος ο Τραμπ είχε από την πλευρά του, λίγο νωρίτερα, χαρακτηρίσει αυτό το τετ-α-τετ «αναγνωριστικό».
«Στόχος είναι να φύγουμε από αυτήν τη συνάντηση (σ.σ. με τον Πούτιν στην Αλάσκα) έχοντας κατανοήσει καλύτερα πώς μπορούμε να τερματίσουμε αυτόν τον πόλεμο»: Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλε η εκπρόσωπος του Αμερικανού προέδρου πριν από το μεγάλο ραντεβού της Παρασκευής, αφήνοντας όμως έτσι να εννοηθεί ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλες συναντήσεις.
«Πρέπει να έχουμε τρεις συναντήσεις – δύο διμερείς (σ.σ. Τραμπ, Πούτιν – Τραμπ, Ζελένσκι) και μια τριμερή (σ.σ. Τραμπ, Ζελένσκι, Πούτιν)· και ίσως έπειτα από την τριμερή να έχουμε κάποιο αποτέλεσμα», δήλωνε από την πλευρά του ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Ο ίδιος ο Τραμπ παρουσιάστηκε πάντως αυτήν την εβδομάδα, πριν από τη συνάντηση με τον Πούτιν, να αναγνωρίζει μια σειρά από δεδομένα:
Τι θα μπορούσε να έχει βγει από τη συνάντηση της Αλάσκας; Θεωρητικώς πολλά, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς την προεργασία που είχε γίνει: Μια συμφωνία μερικής ή συνολικής κατάπαυσης του πυρός – προσωρινής ή διαρκούς εκεχειρίας – συνολικής ειρήνευσης – μια συμφωνία επί του εδαφικού – μια συμφωνία που θα ανοίγει τον δρόμο απλώς για νέες επαφές και συναντήσεις – ή και τίποτα από όλα τα παραπάνω.
Τι βγήκε, τελικώς, από τη συνάντηση της Αλάσκας; Μάλλον κάτι ανάμεσα στο «τίποτα» και στο «τα ξαναλέμε» το οποίο προφανώς εξυπηρετεί στην παρούσα φάση κυρίως τη ρωσική ηγεσία.
Πριν από τη συνάντηση, τα πράγματα ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρα: ο Ζελένσκι ήθελε επειγόντως εκεχειρία, οι Ευρωπαίοι ήθελαν να βρεθούν κι εκείνοι στο τραπέζι των αποφάσεων και ο Πούτιν ήθελε τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων, ενώ ο Τραμπ ήθελε κάτι (οτιδήποτε) το οποίο θα μπορούσε να πουλήσει ως διαπιστευτήριο με στόχο το Νόμπελ Ειρήνης που διακαώς επιθυμεί.
Το χειρότερο σενάριο για το Κίεβο θα ήταν είτε να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μια άδικη και πιθανώς μη βιώσιμη συμφωνία, είτε να κατηγορηθεί (και να «τιμωρηθεί») από τις ΗΠΑ ακριβώς επειδή αντιστάθηκε σε μια τέτοιου τύπου συμφωνία, έγραφαν μόλις μια ημέρα πριν από τη συνάντηση της Παρασκευής οι FT.
Ενα άλλο δεδομένο, που παρουσιάστηκε πάντως να επαναβεβαιώνεται τις περασμένες ημέρες με φόντο και τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, ήταν εκείνο της απουσίας των Ευρωπαίων, οι οποίοι βρίσκονται να παρακολουθούν τις εξελίξεις από απόσταση ως παρατηρητές, υπενθυμίζοντας την ανάγκη συμμετοχής των ιδίων αλλά και της Ουκρανίας στις διαπραγματεύσεις με το προφανές επιχείρημα ότι ο πόλεμος διεξάγεται στην Ευρώπη. «Οι Ευρωπαίοι ηγέτες παρακολουθούν ως θεατές», έγραφε ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου στο Eurointelligence πριν από τη συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ – Ρωσίας. «Οι Ευρωπαίοι φοβούνται ότι θα καταλήξουν να είναι υποσημείωση», σημείωνε σε ανάλυσή του το CNN… Ο Τραμπ πάντως είπε από την πλευρά του ότι θα τους καλέσει για να τους ενημερώσεις για όσα ειπώθηκαν στην Αλάσκα…