Πολυτεχνείο '73: Η φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου 52 χρόνια μετά
Πενήντα δύο χρόνια μετά τον Νοέμβρη του 1973, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, η εμβληματική «φωνή του Πολυτεχνείου», μοιράζεται τις σκέψεις του για την κληρονομιά της εξέγερσης, αγγίζοντας τις καρδιές μας με λόγια γεμάτα θάρρος και μνήμη.
Ο συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, που μετέδιδε με πάθος το πνεύμα του αγώνα από τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών, κρατά αποστάσεις από ιδιοκτησιακές διεκδικήσεις σχετικά με την επέτειο. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στο Orange Press Agency, το Πολυτεχνείο «δεν έχει ιδιοκτήτες, έχει τους νεκρούς του».
Με αφορμή τη συμπλήρωση 52 χρόνων, ο Δημήτρης Παπαχρήστος περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο πώς «φοβισμένα παιδιά» ένωσαν τους φόβους τους, τους ξεπέρασαν και «ξέπλυναν την ντροπή των γονιών τους», οι οποίοι, όπως τονίζει, είχαν αποδεχτεί τη Χούντα.
Ερωτηθείς για τη σημασία του Πολυτεχνείου σήμερα, ο Δημήτρης Παπαχρήστος δηλώνει με έμφαση ότι η εξέγερση εξακολουθεί να ενοχλεί. «Τους ενοχλεί καταρχήν αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός του Πολυτεχνείου. Είναι το αγκάθι στα μαλακά πλευρά αυτής της υπνώττουσας κοινωνίας. Αυτό το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες, δεν έχει εμένα, δεν έχει τον Άλφα, τον Βήτα, τον Γάμα. Έχει τους νεκρούς. Δεν έχει ιδιοκτήτες. Ανήκει σε όλους αυτούς που συνεχίζουν να αγωνίζονται» τονίζει χαρακτηριστικά.
Ο Δημήτρης Παπαχρήστος δεν αισθάνεται καθόλου άβολα που αυτές τις ημέρες τον καλούν να μιλήσει για το Πολυτεχνείο. Αντιθέτως:
«Είναι μέρες που με φωνάζουν σε όλη την Ελλάδα να μιλήσω. Και χαίρομαι γιατί το Πολυτεχνείο πέρασε και στις νέες γενιές. Είναι η αντίσταση του μέλλοντος. Και είναι και η ζώσα μνήμη, που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας, παραφθοράς και διαφθοράς. Χαίρομαι που με το τελευταίο μου βιβλίο “Ο Αερόστατος” μιλάει ξεκάθαρα και με ονόματα για όλα αυτά. Χαίρομαι γιατί έχω προλάβει να διασώσω, μιαν και ζω ακόμα, να διασώσω κάτι ανεπανάληπτο».
Αντί για πομπώδεις εκφράσεις, ο Δημήτρης Παπαχρήστος επιλέγει έναν διαφορετικό, πιο ανθρώπινο τρόπο για να περιγράψει τις ημέρες εκείνες:
«Μια χούφτα παιδιά, τέσσερις-πέντε χιλιάδες, πραγμάτωσαν το όνειρο, την ουτοπία, δημιούργησαν την άμεση δημοκρατία, αυτοοργανωθήκανε, κάνανε το ραδιοφωνικό σταθμό, βγήκανε στην κοινωνία και συνεχίσαν έναν αγώνα και ξέπλυναν και την ντροπή των γονιών μας, των γονιών τους, που δέχτηκαν τη Χούντα. Κι αυτό φωνάζαμε, “έξι χρόνια είναι πολλά, δεν θα γίνουν εφτά”, “ή τώρα ή ποτέ”. Είχαμε πάρει απόφαση και δεν φοβηθήκαμε ούτε το θάνατο, ούτε τους τραυματισμούς. Και να το πω, γιατί δεν φοβηθήκαμε; Δεν ήμασταν ήρωες. Φοβισμένα παιδιά, με το διπλανό μας, με τη διπλανή μας, με τον έρωτα που είχαμε, μοιραστήκαμε το φόβο, τον υπερβήκαμε και τον ξεπεράσαμε. Μπροστά στο τανκ που ήταν απ’ έξω, και το είδα μπροστά στα μάτια μου, το μεγαλείο των παιδιών απάνω στα κάγκελα, απάνω στην πύλη, να φωνάζουν, χωρίς να φοβούνται τους μπάτσους απ’ έξω, τους στρατιωτικούς με τα όπλα, τα φανταράκια τα καημένα που φώναζα “αδέρφια μας φαντάροι”. Και τον κόσμο. “Πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε;” φώναζα. Και έλεγα… αμάν».
Για τον Δημήτρη Παπαχρήστο, «το τανκ μπήκε μεν. Αυτό δεν γκρέμισε την πύλη. Γκρέμισε από μόνο του όλο αυτό το δικό του σύστημα της δικτατορίας, που δεν θα έστεκε και δεν έμεινε μετά, παρά μετά από την προδοσία που έγινε στην Κύπρο. Αυτή άλλη τραγωδία εκεί. Ξεπουλήσαν αυτοί οι εθνικοπατριώτες, οι υπερήφανοι, οι ναζιστές, νεοναζί, ό,τι θες. Αφού βγάλανε Χρυσή Αυγή, τι άλλο να περιμένεις από ένα τέτοιο κόσμο. Αυτοί λοιπόν πέσανε στα μαλακά. Στην αγκαλιά αυτών που την εξέθρεψαν. Γι’ αυτό δεν πάω και δεν έχω πάει ποτέ στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, γιατί δεν έχει γίνει και είναι ένα σουαρέ», καταλήγει με πικρία.