Πάτρα: Πώς η μεγάλη φωτιά άλλαξε τη βλάστηση και το μικροκλίμα – «Τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια από εδώ πέρα»

Πάτρα: «Η φωτιά άλλαξε το μικροκλίμα» – Τι αλλάζει στην πόλη;

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η φωτιά που κατέκαψε τα Συχαινά Πατρών στις 12 Αυγούστου άφησε πίσω της τεράστιες καταστροφές. Ο σχεδιασμός για την αποκατάσταση των ζημιών και η προστασία του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την ενημέρωση των πολιτών, αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη για προσαρμογή και μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην πόλη.

Αυτό επισημαίνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών, καθώς και διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης.

Όπως τονίζει, «τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια από εδώ και πέρα, διότι, λόγω της φωτιάς στα Συχαινά, άλλαξε η βλάστηση στην περιοχή και ως εκ τούτου θα αλλάξει και το μικροκλίμα, για αυτό θα πρέπει να σχεδιαστεί το μέλλον της κλιματικής προσαρμογής της Πάτρας».

Ο Ανδρέας Καζαντζίδης τονίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «η Πάτρα, όσον αφορά τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, έχει πολύ μεγάλες ιδιαιτερότητες» και εξηγεί: «Είναι μία πόλη, η οποία έχει δίπλα της ένα πολύ μεγάλο βουνό και παράλληλα μία τοξωτή ανάπτυξη. Δηλαδή, από την μία πλευρά της πόλης, όπως συνέβη στην περίπτωση της πυρκαγιάς στα Συχαινά, μπορεί να πνέει ένας βορειοανατολικός άνεμος και στην ακριβώς αντίθετη πλευρά να φυσάει ένας νοτιοδυτικός άνεμος».

Επομένως, σύμφωνα με τον καθηγητή, η πόλη έχει ιδιαίτερα μετεωρολογικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα μικροκλίμα, τόσο στις χαμηλές όσο και στις υψηλότερες περιοχές, το οποίο δημιουργεί ιδιαίτερες συνθήκες.

«Τέτοια φαινόμενα», σημειώνει, «μπορεί να έχουν μεγάλες χωροχρονικές διακυμάνσεις, δηλαδή δεν αυξομειώνεται η ρύπανση με τον ίδιο τρόπο στο χώρο και στον χρόνο σε όλες τις περιοχές της Πάτρας». Όπως εξηγεί, «ένα τέτοιο φαινόμενο είχαμε την πρώτη ημέρα των πυρκαγιών στην Δυτική Αχαΐα αρχικά και στα Συχαινά αργότερα, όπου ουσιαστικά, από την πλευρά της Δυτικής Αχαΐας έπνεε ένας ήπιος δυτικός, νοτιοδυτικός άνεμος που βοήθησε στον έλεγχο της φωτιάς, ενώ στα Συχαινά έπνεε ένας βορειοανατολικός άνεμος, έντασης περίπου 5 μποφόρ, που έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα».

Αναφερόμενος στην ατμοσφαιρική ρύπανση που προκλήθηκε από τα σωματίδια στην ευρύτερη περιοχή της Πάτρας, λόγω της πυρκαγιάς στα Συχαινά, ο Ανδρέας Καζαντζίδης αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «το Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας πραγματοποίησε μετρήσεις, μέσω του δικτύου ‘Αιθέρας’, το οποίο ξεκινήσαμε να λειτουργούμε για ερευνητικούς σκοπούς πριν από περίπου εννέα χρόνια».

Σκοπός του δικτύου, σύμφωνα με τον καθηγητή, «είναι να καταγράφει τα αιωρούμενα σωματίδια και μάλιστα τα μικρά αιωρούμενα σωματίδια στην πόλη της Πάτρας».

Σχετικά με τις πυρκαγιές στην Δυτική Αχαΐα και στα Συχαινά, ο καθηγητής περιγράφει ότι «έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες, ο καπνός από την φωτιά στην Δυτική Αχαΐα δεν επηρέασε την Πάτρα, διότι είχε κατεύθυνση προς το Ιόνιο πέλαγος, όμως η μεγάλη πυρκαγιά που ξεκίνησε από την περιοχή των Συχαινών επηρέασε την πόλη σε όλο της το μήκος».

«Η φωτιά των Συχαινών επηρέασε την Πάτρα από το ύψος της γέφυρας του Ρίου – Αντιρρίου και νότια, ενώ στην περιοχή του Ρίου η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη. Οι συνθήκες ήταν άσχημες από όλες τις πλευρές και βέβαια και από την πλευρά της ρύπανσης».

Μάλιστα, όπως τονίζει, «κάποια στιγμή, καταγράψαμε και τριψήφια νούμερα σε μικρογραμμάρια σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο αέρα, με δεδομένο ότι πάνω από τα 25 μικρογραμμάρια σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, η ποιότητα του αέρα θεωρείται ότι είναι κακή πια».

Ένα σημαντικό στοιχείο, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι ότι «οι σταθμοί του δικτύου μας, εκ της θέσεως τους, δεν ήταν κοντά στις καμένες περιοχές, γιατί το δίκτυο έχει δημιουργηθεί για να ‘κοιτάει’ προς την πόλη και τα προβλήματά της».

Όπως τονίζει, «η πιο δύσκολη ημέρα ήταν το ξημέρωμα της Τετάρτης 13 Αυγούστου, όπου αργά το βράδυ της 12ης Αυγούστου εκδηλώθηκε η φωτιά στα Συχαινά και οι σταθμοί μέτρησης στις περιοχές των Συνόρων και των Κρητικών, που ήταν σχετικά κοντά στην φωτιά, έδειχναν υψηλές τιμές ρύπανσης, ενώ την Πέμπτη 14 Αυγούστου νομίζω ότι η κατάσταση στην πόλη ήταν κάπως καλύτερη».

«Τώρα», όπως επισημαίνει, «τα πράγματα άλλαξαν και προσπαθούμε, στο πλαίσιο των ερευνητικών μας δραστηριοτήτων, να επεκτείνουμε το δίκτυό μας, διότι υπάρχει για εμάς ένα καινούργιο φαινόμενο που τρέχει, χωρίς βέβαια να θέλουμε να υποκαταστήσουμε οποιονδήποτε φορέα που θα μπορούσε να κάνει μετρήσεις, πέρα από το να ενημερώνουμε όταν μας το ζητούν».

«Με βάση τα όσα προανέφερα», συνεχίζει ο καθηγητής, «έχουμε τοποθετήσει από τις 19 Αυγούστου έναν σταθμό στα Άνω Συχαινά και έναν άλλο σταθμό στην Άνω Ανθούπολη, ενώ βρίσκεται σε στάδιο εγκατάστασης ένας ακόμη σταθμός στην περιοχή του Ρωμανού».

Αναφερόμενος εκ νέου στις μετρήσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης εξαιτίας της φωτιάς, ο Ανδρέας Καζαντζίδης αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «από τις 14 Αυγούστου και μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποιες δειγματοληπτικές μετρήσεις, κυρίως τις πρωινές ώρες, κατά μήκος της περιμετρικής οδού της Πάτρας, από την περιοχή του Προαστίου, που βρίσκεται κοντά στα Συχαινά, έως την αντίθετη πλευρά, δηλαδή μέχρι την Οβρυά».

«Εκεί είδαμε ότι στις 14, 15 και 16 Αυγούστου η ποιότητα του αέρα δεν ήταν καλή. Δηλαδή, μέχρι και την περιοχή της Εγλυκάδας, όπου εκεί λόγω της κατάστασης της ατμόσφαιρας εμφανίζονται ευνοϊκότερες συνθήκες για να έχουμε επεισόδιο ρύπανσης, διαπιστώσαμε ότι τιμές του αέρα ήταν μη ικανοποιητικές».

«Όμως, στις 17 και 18 Αύγουστου η ποιότητα του αέρα ήταν καλύτερη, αλλά αυτό ήταν κατά βάση θέμα συνθηκών. Δηλαδή, άλλαξε η κατεύθυνση του ανέμου και ο καπνός έφευγε προς το βουνό, αντί να διαχέεται προς την πόλη. Όμως, όλες αυτές οι μετρήσεις ήταν δειγματοληπτικές και έτσι οδηγηθήκαμε στην απόφαση να εγκαταστήσουμε περισσότερους σταθμούς».

«Οι σταθμοί που εγκαταστήσαμε, όπως προσέφερα, στις 19 Αυγούστου, στις περιοχές των Άνω Συχαινών και της και της Άνω Ανθούπολης έδειξαν τις δύο πρώτες ημέρες της λειτουργίας τους ότι στα Άνω Συχαινά υπήρχαν αυξημένες τιμές ρύπανσης τις πρώτες πρωινές ώρες και τις βραδινές ώρες, χωρίς όμως να φτάνουν σε ανησυχητικά επίπεδα».

Σύμφωνα με τον Ανδρέα Καζαντζίδη, «όλα εξαρτώνται από τι εκπομπές ρύπων υπάρχουν, αν υπάρχουν ενεργές εστίες φωτιάς, ή όχι και προφανώς και από τις μετεωρολογικές συνθήκες, οι οποίες διασπείρουν με διαφορετικό τρόπο τα σωματίδια».