
Φωτισμός πόλεων: Υπερβολή ή ανάγκη; Πώς βρίσκουμε τη χρυσή τομή
Στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σμιθσόνιαν στην Ουάσιγκτον, η έκθεση «Σβήστε τα φώτα: Ανακτώντας τον νυχτερινό μας ουρανό» θέτει ένα καίριο ερώτημα: πόσο φως είναι αρκετό τη νύχτα;
Ένα ανησυχητικό στοιχείο που προβάλλεται είναι ότι το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού έχει χάσει τη δυνατότητα να θαυμάσει τα αστέρια, θύμα της φωτορρύπανσης. Οι επιπτώσεις όμως δεν σταματούν εκεί. Σύμφωνα με την έκθεση, η φωτορρύπανση, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, οδηγεί στη μείωση των πληθυσμών των εντόμων, ιδίως των νυκτόβιων ειδών, καθώς το τεχνητό φως διαταράσσει τις βιολογικές τους λειτουργίες. Παρά την αναμφισβήτητη σύνδεση του φωτισμού με την ασφάλεια, επισημαίνεται ότι «ο κακός σχεδιασμός φωτισμού μπορεί να μειώσει την ασφάλεια, δυσχεραίνοντας τον εντοπισμό ανθρώπων και αντικειμένων».
Στην αναζήτηση της ιδανικής ισορροπίας, ο αρχιτέκτων και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάνος Δραγώνας, τονίζει στην «Κ» ότι «το ελάχιστο δυνατό, ανάλογα με τον κάθε χώρο» είναι η ενδεδειγμένη λύση. Εξαιρώντας τους χώρους κυκλοφορίας οχημάτων και ποδηλάτων, όπου ισχύουν συγκεκριμένες προδιαγραφές, το βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η αρχιτεκτονική και η δημιουργία ατμόσφαιρας.
Η διεθνώς αναγνωρισμένη σχεδιάστρια φωτισμού, Ελευθερία Ντεκώ, υπογραμμίζει τη σημασία του «έξυπνου φωτισμού», ο οποίος «αποκαλύπτει το ωραίο και υπογραμμίζει την ομορφιά». Παράλληλα όμως, επισημαίνει την αυξανόμενη τάση για υπερβολικό φωτισμό σε δρόμους, πλατείες και κτίρια, κάτι που «μειώνει την ποιότητα της νυχτερινής ζωής σε μια πόλη».
Η κ. Ντεκώ εξηγεί ότι ο φωτισμός, άμεσος ή έμμεσος, πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε περίπτωσης: «Διαφορετικοί κανόνες διέπουν τον φωτισμό δρόμου από των λεωφόρων, μιας πλατείας, πάρκων, πεζοδρόμων, τούνελ, μιας παραλιακής οδού, μιας παιδικής χαράς». Ιδιαίτερα για την Αθήνα, με τον μοναδικό συνδυασμό της παλιάς πόλης και της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, απαιτείται προσοχή και διαφοροποίηση. «Δεν θα ήταν κατάλληλο να φωτιστεί η παλιά Πλάκα με τον ίδιο τρόπο που θα φωτιζόταν μια γειτονιά στην Κηφισιά ή στην Ηλιούπολη», τονίζει, προσθέτοντας ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας κάθε περιοχής, ώστε να μην διαταράσσεται η ζωή και ο ύπνος των κατοίκων από υπερβολική φωτοδότηση, αλλά να δημιουργείται αίσθημα ασφάλειας.
Ο κ. Δραγώνας εξηγεί ότι στους δρόμους, ο φωτισμός πρέπει να είναι διάχυτος από ψηλά, ενώ στις πλατείες κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. «Οι κρυφοί, έμμεσοι φωτισμοί συνήθως είναι πιο ενδιαφέροντες και σκηνογραφικοί από τον άμεσο, διάχυτο φωτισμό – αυτός δεν δημιουργεί την ίδια αίσθηση σε ένα χώρο όσο ο φωτισμός που μπορεί να αντανακλάται από τη φυλλωσιά ενός δέντρου, κάνοντάς το να λειτουργεί σαν φωτεινή πηγή στον δημόσιο χώρο», συμπληρώνει.
Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, συγκοινωνιολόγος – πολεοδόμος, Θάνος Βλαστός, επισημαίνει ότι το φως αποτελεί βασικό στοιχείο της ασφάλειας για πεζούς, κατοίκους, οδηγούς και ποδηλάτες. «Να ξεκινήσουμε από τι πρέπει να βλέπει κάποιος», αναφέρει χαρακτηριστικά, διερωτώμενος αν φωτίζονται επαρκώς οι ταμπέλες, οι λωρίδες ποδηλάτων και οι στάσεις λεωφορείων. Τονίζει δε, ότι «μια πόλη πρέπει να τα έχει όλα – και καλά φωτισμένα τμήματα, και άλλα, λιγότερο φωτισμένα σημεία, που βοηθούν να ζήσεις λίγο πιο ρομαντικά».
Η κ. Ντεκώ τονίζει ότι το φως και η φωτοσκίαση μπορούν να μεταμορφώσουν ένα κτίριο, μια εγκατάσταση ή μια ολόκληρη πόλη, θετικά ή αρνητικά. Ο σχεδιαστής φωτισμού οφείλει να γνωρίζει την ψυχολογία του χρώματος, τη δύναμη της σκιάς, την επίδραση της μορφής και του όγκου στον χώρο, καθώς και τον ψυχοδυναμικό χαρακτήρα του φωτός. Πρωτίστως, «θα πρέπει να γνωρίζει την επίδραση του φωτός στον κιρκάδιο ρυθμό στον άνθρωπο και στα έμβια όντα».
Ο φυσικός και αναπληρωτής καθηγητής Σχεδιασμού Φωτισμού στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Λάμπρος Δούλος, προτείνει τη μείωση του φωτισμού όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο των πόλεων, καθώς και τη μείωση του φωτισμού των καταστημάτων όταν είναι κλειστά, το σβήσιμο των προσόψεων των κτιρίων μετά τα μεσάνυχτα και τη μείωση της έντασης των φώτων LED.
Ο κ. Δούλος αναφέρει ότι στην Κεφαλονιά δημιουργήθηκε το πρώτο σκοτεινό πάρκο στην Ελλάδα, ο Εθνικός Δρυμός Αίνου, αναγνωρισμένος ως «Διεθνές Πάρκο Σκοτεινού Ουρανού», όπου διοργανώνονται αστροβραδιές με τη χρήση τηλεσκοπίων, προσφέροντας τη δυνατότητα παρατήρησης νεφελωμάτων, πλανητών και αστέρων.
Δυστυχώς, στην Αθήνα, η φωτορρύπανση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που εμποδίζει ακόμα και τους αστρονόμους να παρατηρήσουν τον νυχτερινό ουρανό. Όπως δηλώνει ο καθηγητής του τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ και πρώην διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Εμμανουήλ Πλειώνης, «ένας αστρονόμος δεν μπορεί να έχει τηλεσκόπια ούτε στο κέντρο, αλλά πλέον ούτε και στα προάστια».
Ο κ. Πλειώνης τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν πάρκα μειωμένης φωτορρύπανσης, όπου οι πολίτες θα μπορούν να αγναντεύουν τον ουρανό, καθώς σήμερα, για να δει κανείς τον έναστρο ουρανό, πρέπει να μεταβεί σε κάποιο νησί ή σε βουνοκορφή. Επισημαίνει δε, ότι υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν δει ποτέ τον έναστρο ουρανό, παρά μόνο τη Σελήνη και ίσως κάποιο φωτεινό αστέρι, γεγονός που «μειώνει ριζικά τα δυνατότητα να φαντάζονται, να τους δημιουργούνται ερωτήματα που οι άνθρωποι είχαν από την αρχαιότητα».
Καταλήγοντας, ο κ. Πλειώνης υπογραμμίζει την ανάγκη για έξυπνο φωτισμό των δρόμων, με γνώμονα την ασφάλεια και την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και τη δημιουργία πάρκων μειωμένης φωτορρύπανσης, προσφέροντας στους πολίτες τη δυνατότητα να «αγναντεύουν τον ουρανό».