
Επίδαυρος: "Ο Όρκος της Ευρώπης" – Ένα συγκλονιστικό θέαμα!
Τρεις μέρες μετά την παράσταση "Ο Όρκος της Ευρώπης" του Λιβανοκαναδού συγγραφέα και σκηνοθέτη Ουαζντί Μουαουάντ στην Επίδαυρο, προσπαθώ να συνθέσω τις εντυπώσεις μου. Ήταν μια παγκόσμια πρεμιέρα, μια διεθνής συμπαραγωγή στον κύκλο Contemporary Ancients, που άγγιξε βαθιά την ψυχή μου.
Ο Ουαζντί Μουαουάντ, γνωστός για το "Μέσα από τις φλόγες" και το "Ήταν Όλοι τους Πουλιά", βουτά εδώ στην παιδική μνήμη, στο αποσιωπημένο τραύμα μιας σφαγής, στον διαγενεακό απόηχο της βίας. Χωρίς να κατονομάζει χώρες ή ενόχους, η παράσταση αναζητά αυτό που χάθηκε, στο πιο εμβληματικό θέατρο του κόσμου.
Η αμηχανία μου ήταν τόσο μεγάλη, που ήθελα να δω την παράσταση και δεύτερη φορά. Ένιωσα πως έχασα νοήματα, συμβολισμούς, φράσεις. Όμως, η πρώτη αίσθηση ήταν η πιο δυνατή: μια γροθιά στο στομάχι που γέμισε τα μάτια μου με δάκρυα. Δεν ήταν απλώς μια παράσταση, αλλά μια κατάδυση στο σκοτεινό κοίτασμα της ανθρώπινης ψυχής.
Στον πυρήνα του "Όρκου της Ευρώπης" βρίσκεται η ανάμνηση μιας σφαγής: ένα κορίτσι οκτώ ετών, μάρτυρας και άρρητη συνένοχος. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, μια έρευνα ξανανοίγει τα τραύματα. Η γυναίκα καλείται να μιλήσει, να καταθέσει, να ανασύρει από τη λήθη αυτό που δεν ειπώθηκε ποτέ.
Το έργο δεν ξεδιπλώνεται γραμμικά, αλλά σαν ένα παζλ σκηνών, συναισθηματικά θραύσματα που μετακινούνται, αλλάζουν θέση, ξαναδοκιμάζονται. Άλλωστε, τα λόγια γεννήθηκαν και αναδύθηκαν μέσα από τις πρόβες. Η παράσταση δεν ήταν τέλεια, είχε επαναλήψεις και φλυαρίες, αλλά ήταν αληθινή, ψιθύριζε και η φωνή της έφτανε πιο βαθιά.
Ο Ουαζντί Μουαουάντ, γεννημένος στον Λίβανο και βιώνοντας την προσφυγιά στα οκτώ του, μετατρέπει το βίωμα σε ποιητική συμπύκνωση του συλλογικού τραύματος. Δεν κατονομάζει τόπους, δεν υποδεικνύει ενόχους. Μιλά για τον πόλεμο, τη βία, τη μητρότητα, την ευθύνη, την ενοχή, τη μνήμη που επιμένει να επιστρέφει.
Στον "Όρκο της Ευρώπης", ο Μουαουάντ δεν ρωτά "πού" συνέβη το έγκλημα, αλλά "ποιος" το θυμάται, σώπασε, το κουβαλάει. Η αίσθηση δεν είναι ανακούφιση, αλλά ένα αίσθημα που δεν έχει όνομα, όπως δεν έχει και το έγκλημα που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια ενός παιδιού: ένα παιδί που δεν μίλησε, μεγάλωσε και ήρθε η ώρα να θυμηθεί – και μαζί του, εμείς.
Στην Επίδαυρο, κάτω από το φως του φεγγαριού, η σιωπή έγινε σκηνή και η σκηνή κοιτίδα εξομολόγησης. Οι ήρωες δεν εκπροσωπούσαν κάποιο έθνος, αλλά μια πληγή παγκόσμια. Το σώμα της Ευρώπης δεν ήταν γεωγραφικό, αλλά σπαραγμένο σώμα μνήμης.
Ο Μουαουάντ υφαίνει ένα πολυεπίπεδο κείμενο, αντλώντας έμπνευση από τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης και τον Θηβαϊκό κύκλο. Η Ευρώπη -μητέρα, γη, γυναίκα- τοποθετείται στο κέντρο μιας αλυσίδας βίας, όπου το πολιτικό δεν διαχωρίζεται από το μυθικό, ούτε η Ανατολή από τη Δύση. Δεν αναζητά τον ένοχο, αλλά σε καλεί να δεις τον εαυτό σου μέσα στην αλυσίδα των γενεών. Μπορεί να είσαι και θύμα, μπορεί και θύτης, μπορεί και τίποτα, αλλά σίγουρα δεν είσαι αμέτοχος.
Η Ευρώπη του Μουαουάντ παίρνει έναν όρκο: να ομολογήσει το έγκλημα, τη σφαγή. Μετατρέπει τη θεατρική πράξη σε τελετουργία, χωρίς φτηνές υπερβολές, μόνο με την ειλικρίνεια. Ένας συγκλονιστικός θίασος μιλά πολλές γλώσσες και καταλήγει σε μία: τον ανθρώπινο πόνο που ζητά φως. Δεν αναλώνεται σε εντυπώσεις, αλλά μπαίνει στην καρδιά του τραύματος και μας ζητά να αναλάβουμε την ευθύνη.
Φόβος, αηδία, συγκίνηση, θυμός, ανατριχίλα και γέλιο συνυπήρξαν, όχι ως εναλλαγές, αλλά ως ανθρώπινο βίωμα. Ο Μουαουάντ ανέσυρε από τη συλλογική μνήμη το τραύμα της βίας και μας το επέστρεψε ως καθρέφτη. Μας έκανε να δούμε την Ευρώπη ως συμβολική μητέρα, φορέα της βίας που έχει διαπεράσει γενιές και που κουβαλάμε.
Το έργο ήταν βαθιά πολιτικό, αποφεύγοντας τον διδακτισμό. Δεν κατήγγειλε με συνθήματα, αλλά έθεσε επώδυνα ερωτήματα, όχι μόνο στην Ιστορία, αλλά σε εμάς, ως επιζώντες μιας εποχής όπου η σιωπή καλύπτει τη βία. Κατηγόρησε το πιο ύπουλο έγκλημα: τη σιωπή που επιτρέπει στη βία να διαιωνίζεται.
Η Ουεντίχα (Ζυλιέτ Μπινός) πιέζει τον γιο της Ζάκαρι (Εμανουέλ Σβαρτζ) να ομολογήσει το έγκλημά του, γιατί "μόνο όταν ομολογήσουμε το έγκλημα γινόμαστε άνθρωποι". Βιώσαμε ένα ρήγμα, για να μας ταρακουνήσει και να μας υπενθυμίσει πως το θέατρο σπάει τη σιωπή.
Όμως, παρά την ένταση, ο "Όρκος της Ευρώπης" έκρυβε πίστη στην επανόρθωση, όχι μέσα από ηρωικές πράξεις, αλλά μέσα από την αναγνώριση. Μέσα από την πράξη του να σταθείς, να κοιτάξεις κατάματα το τραύμα, να πεις «ήμουν κι εγώ εκεί».
Μετά την ομολογία, η μητέρα-Ευρώπη εμφανίζεται με τις κόρες της και τους προσφέρει Louboutin: «Περπατήστε πάνω στα τακούνια της ομορφιάς σας». Όχι για να ξεχάσουν, αλλά για να αντέξουν να ξαναπιάσουν το νήμα από την αρχή. Και εκείνες περπατούν, με σώματα που δεν τρέμουν πια, βλέμματα που δεν αποστρέφονται. Βήμα βήμα, γιατί έτσι προχωρά κάθε πορεία προς την κάθαρση.
H σκηνοθεσία του Μουαουάντ ήταν λιτή, τοποθέτησε ένα τετράγωνο λογείο στο κέντρο, όπου εκτυλίχθηκαν τα πάντα. Εκεί λογοδότησε η μητέρα Ευρώπη, ζωντάνεψαν οι μαρτυρίες, αναβίωσαν οι μνήμες. Όταν ο Ζάκαρι ομολόγησε, ένωσε το χθες με το σήμερα. Εκείνη τη στιγμή, όλοι οι μύθοι συναντήθηκαν.
Ο φωτισμός ενίσχυσε την τελετουργική ατμόσφαιρα, ενώ η σκηνογραφία περιορίστηκε σε σχολικά τραπέζια, συμβολίζοντας τη βία. Παρόλα αυτά, η παράσταση θα μπορούσε να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε θέατρο του κόσμου, γιατί στηρίχθηκε στην καθαρότητα της πρόθεσης και στην ενότητα της πράξης.
Παρότι πολλοί είδαν την παράσταση για τη Ζυλιέτ Μπινός, κυριάρχησε η αίσθηση ενός θεατρικού συνόλου, μιας ομάδας πολυεθνικής που ερμήνευσε πλευρές ενός συλλογικού τραύματος. Η παρουσία της Μπινός χάρισε βάθος, ευθραυστότητα και εσωτερικότητα. Συγκλονιστική και η Λεόρα Ρίβλιν. Σπαρακτικός ο Εμμάνουελ Σβάρτζ, εκρηκτική η Δανάη Επιθυμιάδη, έκκεντρη η Βιολέτ Σοβό και στιβαρή η Ντάρια Πισάρεβα.
Συγκινητική η μικρή Adèle Réto-Lefort, σύμβολο ενός αθώου παρελθόντος, υπενθυμίζοντας τη σφαγή. Η ερμηνευτική αυτή ομάδα λειτούργησε ως ένα σώμα ενιαίο, που ανέπνεε και πονούσε μαζί.
«Ο Όρκος της Ευρώπης» δεν είναι μια εύκολη παράσταση, αλλά μια τελετουργία μνήμης. Ένα κάλεσμα προς τον θεατή να σταθεί αντιμέτωπος με όσα αποσιωπά, όσα έχει κληρονομήσει και όσα έχει αφήσει να συνεχίζονται.
Ίσως, η πιο τίμια αποτίμηση είναι να παραδεχτούμε πως το έργο απαιτεί χρόνο και σιωπή. Όχι για να ξεχαστεί, αλλά για να ενσωματωθεί. Να βρει χώρο μέσα μας και να απλωθεί. Γιατί ο Μουαουάντ δεν αφηγείται μια ιστορία σφαγής, αλλά υπαινίσσεται τη σφαγή που φέρουμε όλοι μας.