Ελλάδα: Μισθοί "πείνας" στην ΕΕ παρά την ανάπτυξη – Τα στοιχεία σοκάρουν!
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη χαμηλότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης για το 2024. Με ένα ετήσιο εισόδημα που αγγίζει μόλις τα 17.954 ευρώ, η χώρα μας βρίσκεται πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, η οποία κατέχει την τελευταία θέση με 15.400 ευρώ. Την τρίτη χειρότερη θέση καταλαμβάνει η Ουγγαρία, με μέσο μισθό 18.500 ευρώ.
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνει ότι, παρά την ανάπτυξη που σημειώθηκε την τελευταία τριετία και τις συνεχείς αυξήσεις των κατώτατων αποδοχών, η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη των 27. Η ετήσια αύξηση του μέσου μισθού κατά 884 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 5% σε σχέση με το 2023 (όταν ανερχόταν σε 17.070 ευρώ), είναι θετική, αλλά δεν επαρκεί για να γεφυρώσει το χάσμα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η διαφορά με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης παραμένει χαώδης. Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 4,5 φορές χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του Λουξεμβούργου, 3,4 φορές χαμηλότερος από αυτόν της Ιρλανδίας και 2,2 φορές χαμηλότερος από τον μέσο μισθό της Ε.Ε., ο οποίος το 2024 διαμορφώθηκε στα 39.800 ευρώ.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το Λουξεμβούργο με ένα εντυπωσιακό ποσό 83.000 ευρώ ετήσιο μέσο μισθό, ακολουθεί η Δανία με 71.600 ευρώ και η Ιρλανδία με 61.100 ευρώ. Αντίθετα, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ρουμανία (21.108 ευρώ), η Πολωνία (21.246 ευρώ) και η Σλοβακία (20.287 ευρώ), έχουν πλέον ξεπεράσει την Ελλάδα, επιτυγχάνοντας ταχύτερη σύγκλιση με τα δυτικά επίπεδα αμοιβών.
Έτσι, η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των λίγων χωρών που, παρά την αύξηση του ΑΕΠ και την αποκλιμάκωση της ανεργίας, δεν έχουν ακόμη καταφέρει να αναβαθμίσουν ουσιαστικά τις αποδοχές των εργαζομένων.
Η αύξηση κατά 5% στον μέσο μισθό είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων ετών, όμως η αγοραστική δύναμη παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Η ακρίβεια στα βασικά αγαθά, η άνοδος του κόστους στέγασης και η φορολογική επιβάρυνση εξανεμίζουν το όφελος, αφήνοντας τους Έλληνες εργαζομένους με πραγματικές αποδοχές σαφώς χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Επιπλέον, η διάρθρωση της αγοράς εργασίας, με υψηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης και θέσεων χαμηλής εξειδίκευσης, επιτείνει τη μισθολογική υστέρηση. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένουν περιορισμένες, ενώ η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα είναι αδύναμη, δημιουργώντας μια χρόνια αναντιστοιχία μεταξύ κόστους ζωής και αμοιβών.
Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, ανοδική πορεία καταγράφουν και οι ακαθάριστοι εθνικοί κατώτατοι μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την περίοδο Ιούλιος 2024 – Ιούλιος 2025.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε. σημειώθηκαν αυξήσεις, με μόνη εξαίρεση την Κύπρο, όπου ο κατώτατος μισθός παρέμεινε σταθερός. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρούνται στην Κεντρική Ευρώπη, όπου οι ονομαστικές αποδοχές αυξήθηκαν από 10,2% έως 15,5%.
Για την Ελλάδα, η αντίστοιχη αύξηση διαμορφώθηκε στο 6,1%, ποσοστό σαφώς μικρότερο σε σχέση με τις επιδόσεις άλλων χωρών της περιοχής. Παρά τις βελτιώσεις, η χώρα συνεχίζει να κινείται κάτω από τα όρια σύγκλισης που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο δείκτης Kaitz, ο οποίος μετρά τον λόγο του κατώτατου προς τον μέσο και διάμεσο μισθό. Ο δείκτης αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη το 2023, γεγονός που υποδεικνύει ότι σε πολλές χώρες οι κατώτατες αποδοχές πλησιάζουν σταδιακά τα όρια της Οδηγίας 2022/2041 της Ε.Ε..
Η Οδηγία αυτή ορίζει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού ή στο 50% του μέσου μισθού κάθε χώρας. Ωστόσο, στην Ελλάδα, ο δείκτης αυτός παραμένει χαμηλότερος, γεγονός που αντανακλά την ανάγκη για πιο στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων.
Τα στοιχεία της Eurostat σκιαγραφούν μια διπλή πραγματικότητα: αφενός, τη σταδιακή βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου, τη διατήρηση σημαντικών ανισοτήτων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά την πρόοδο στις επιδόσεις ανάπτυξης και απασχόλησης, οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό ανόδου.
Η σύγκλιση με την Ευρώπη παραμένει ένας μακρινός στόχος, ιδίως καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις και το υψηλό κόστος ζωής περιορίζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η βελτίωση της παραγωγικότητας, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και η προσέλκυση ποιοτικών επενδύσεων θεωρούνται καθοριστικοί παράγοντες για την ουσιαστική αύξηση των αποδοχών τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα έχει διανύσει σημαντικό δρόμο στην οικονομική της ανάκαμψη, ωστόσο παραμένει σε χαμηλή θέση μισθολογικά στην Ε.Ε. Η σταθεροποίηση της ανάπτυξης πρέπει να συνδυαστεί με πολιτικές που ενισχύουν το πραγματικό εισόδημα και την ανταγωνιστικότητα των εργαζομένων, έτσι ώστε το 2025 να σηματοδοτήσει μια πιο δίκαιη και βιώσιμη μισθολογική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.