Διονύσης Σαββόπουλος (1944-2025): Ο Νιόνιος που ένωσε τις φωνές των Ελλήνων

«Έφυγε» ο Διονύσης Σαββόπουλος: Η συγκλονιστική πορεία του Νιόνιου

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες», έγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Τα χρόνια τρέχουν χύμα». Χθες, ο αγαπημένος τραγουδοποιός και ερμηνευτής, γνωστός και ως Νιόνιος, απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών, έπειτα από νοσηλεία στο νοσοκομείο «Υγεία» από την Παρασκευή. Η οικογένειά του γνωστοποίησε την είδηση με λιτή ανακοίνωση, ενώ λεπτομέρειες για τον αποχαιρετισμό του αναμένονται.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο πριν αφοσιωθεί στη μουσική. Στη δεκαετία του ’60, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο, «Το Φορτηγό» (1966). Ο Νιόνιος, όπως τον ήξεραν όλοι, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις γενιές που ακολούθησαν, τραγουδώντας τη μουσική του.

Με γλώσσα κοφτερή, χιούμορ, σάτιρα και αυτοσαρκασμό, ο Σαββόπουλος ήταν μελαγχολικός, ρομαντικός και βαθιά ποιητικός. Δημιούργησε ένα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, συνδυάζοντας το ροκ με το ρεμπέτικο και το λόγιο με το λαϊκό, ενώ δεν δίσταζε να συγκρουστεί με το λαϊκό αίσθημα.

Επηρεάστηκε από τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής του, αλλά και επηρέασε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, θεωρούμενος πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών. Στη σκηνή, ακόμη και στα χρόνια που πέρασαν, έβρισκε την ενέργεια να ξεσηκώνει το κοινό, να δίνει τον ρυθμό και να ενώνει τις φωνές με την ευχή «να κρατήσουν οι χοροί».

Κατά τη διάρκεια της χούντας, ο Διονύσης Σαββόπουλος φυλακίστηκε δύο φορές το 1967. «Οταν φυσάει νοτιάς και έχει υγρασία, πονάνε τα πέλματά μου. Αυτό μου έμεινε από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Εγώ το πονάω εκείνο το παιδί στην Μπουμπουλίνας, αλλά μέσα σε εκείνο τον ζόφο μπορούσε και έγραφε τραγούδια στο μυαλό του. Τη “Θεία Μάνου”, τη “Θαλασσογραφία”, τη “Δημοσθένους λέξη” κ.ά. Βγήκαν όλα μετά, στο “Περιβόλι του Τρελού”. Φίλος δημοσιογράφος μού λέει, ολόκληρο long play φτιάξατε η Ασφάλεια κι εσύ!», είχε δηλώσει («Κ», 18/6/2024).

Το άλμπουμ «Φορτηγό» (1966) θεωρήθηκε ορόσημο, ενώ το «Περιβόλι του Τρελού» (1969) καθιέρωσε τη φωνή του. Μετά τη Μεταπολίτευση, συνέχισε να δημιουργεί, εκφράζοντας το κλίμα και τις αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από έργα όπως «Ρεζέρβα» (1979), «Τραπεζάκια έξω» (1983) και «Χάθηκα» (1987).

Ξεχώρισε η συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλου στο «Ζεϊμπέκικο», ενώ ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που «ακυρώθηκε» από μερίδα του κοινού με τον δίσκο «Κούρεμα» (1989) και το τραγούδι «Κωλοέλληνες». Η εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», που παρουσίαζε την περίοδο 1986-1987, ήταν τομή για την ελληνική τηλεόραση.

Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Τα χρόνια τρέχουν χύμα», ο τραγουδοποιός αναφέρθηκε σε σημαντικές στιγμές και πρόσωπα της ζωής του.

Για τον Σταύρο Ξαρχάκο, έγραψε: «Ενα βράδυ μας κάλεσαν στην «Τριάνα του Χειλά» (…) Ξαφνικά, εκεί που έπαιζα το «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ», ακούω πίσω μου το πιάνο να ενισχύει τον ρυθμό και τα ακόρντα μου. Στρίβω το κεφάλι και τι να δω; Ηταν ο Σταύρος Ξαρχάκος! (…) Τόσα χρόνια τώρα δεν έχουμε πολλά πολλά με τον Σταύρο, δεν κάνουμε παρέα, δεν βλεπόμαστε, πάντα όμως τον ένιωθα σαν έναν μακρινό φίλο. Είναι απ’ τους μεγάλους μας ο Σταύρος».

Για τον Αλέξη Κυριτσόπουλο, σημείωσε: «Εχουμε κάνει τόσες δουλειές με τον Αλέκο, που είναι πια σαν να λέμε τα τραγούδια μαζί· σαν τους αδελφούς Κατσάμπα. Η δουλειά του Αλέκου ασκεί μια παράδοξη γοητεία πάνω μου, που δεν μπορώ να την εξηγήσω».

Για τους γονείς του, θυμήθηκε: «Ανεβήκαμε με την Ασπα και το μωρό στο αεροπλάνο και πετάξαμε στη Θεσσαλονίκη να δούμε τους δικούς μου, που είχα να τους δω τόσο καιρό. Μας δέχτηκαν με χαρές και πανηγύρια. Αισθανόμουν λίγο σαν άσωτος υιός, που όμως επιστρέφει επιτυχημένος και άνετος. Κατάλαβα τους γονείς μου, κατάλαβα τον φόβο τους».

Για τη γενιά του, ανέφερε: «Εμείς τότε ήμασταν σαν τον Τζέιμς Ντιν στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Οργισμένοι με τον συντηρητισμό του μπαμπά και της μαμάς και με ό,τι τους έμοιαζε (…) Γι’ αυτό και η γενιά μου –δικαιολογημένα επίσης– απέτυχε πολιτικά. Αλλοι τρέχανε στις Ινδίες, άλλοι δοξάζανε τον Μάο, άλλοι κολλήσανε στο «Εμπρός της γης οι κολασμένοι» (…) ενώ αποτύχαμε πολιτικά, το πολιτιστικό προϊόν που γέννησε η δίψα μας απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού».

Για το τραγούδι, είπε: «Αν λοιπόν τραγουδώ σημαίνει τραγουδώ μια θυσία, τότε εγώ, όταν τραγουδώ, ποια θυσία τραγουδώ; Το ρώτησα αυτό μια φορά στον Ράμφο, που είναι σοφός άνθρωπος. «Τη θυσία που δεν έκανες», απαντά! Σωστός. (…) Αν όμως τραγουδήσεις αυτή την πληγή, τότε η θυσία που δεν έκανες είναι λίγο σαν να την έκανες. Η πληγή μαλακώνει, η ζωή αλαφραίνει και συνεχίζεται».

Για την πολιτική ορθότητα, σχολίασε: «Η πολιτική ορθότητα είναι εξουσία. Μια καινούργια διαβολική μπέμπα. Μας επιβάλλει να μην αναφερόμαστε σε γένος, φύλο, χρώμα, καταγωγή. (…) Ψυχραιμία, παιδιά. Κάποια στιγμή θα ισορροπήσει και θα έρθει στα συγκαλά της και αυτή η υστερία. Ως τότε, μην κολλάτε εσείς οι νέοι τραγουδοποιοί κυρίως. Μην ξεχνάτε ότι «γράφω» σημαίνει «βγαίνω γυμνός»».

Για τους δασκάλους του, τόνισε: «Είναι όμως πάνω απ’ όλους ο καθηγητής κ. Βαφειάδης, ο ποιητής Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις αυτοί που στα εφηβικά μου χρόνια άγγιξαν την ψυχή μου μιλώντας της κατευθείαν».

Για τους ράπερ, παρατήρησε: «Το αποτέλεσμα εκεί είναι εντελώς πρωτόγονο, είναι σαν να βγήκαν από τη σπηλιά, στέκονται μπροστά στο μικρόφωνο με τα πόδια ανοιχτά κι αρχίζουν να τα αμολάνε. Τα λόγια τους. Εγώ καταλαβαίνω ένα παιδί που προσπαθεί να φτιάξει κάτι δικό του και βρίσκει όλο εμπόδια τριγύρω. Υπήρξα κι εγώ τέτοιο παιδί. Αν καταλήξουμε στο «ο κόσμος είναι ένας κουβάς με σκατά και τίποτα άλλο», τι θα βγει; Ενα μηδενικό».