Ελβετικό φράγκο: Τα επιτόκια για μετατροπή σε ευρώ και το «κούρεμα» έως 50%

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Η νέα ρύθμιση και τι ισχύει για τους δανειολήπτες

Επιχειρήσεις
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η κυβέρνηση δρομολογεί νομοθετική ρύθμιση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μια συνολική και θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος, όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Η πρωτοβουλία αυτή έρχεται ως απάντηση στην αδυναμία επίλυσης του προβλήματος μέσω δικαστικών διαδικασιών ή μεμονωμένων τραπεζικών παρεμβάσεων.

Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο χορηγήθηκαν μαζικά την περίοδο 2005-2009, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που δεν προμήνυε τις μετέπειτα εξελίξεις. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και η επακόλουθη ανατίμηση του ελβετικού φράγκου ανέτρεψαν τα δεδομένα, οδηγώντας την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα στην επιβολή ανώτατου ορίου στην ισοτιμία (1:1,20), ένα μέτρο που διατηρήθηκε για αρκετό καιρό. Η αιφνιδιαστική άρση του ορίου επιδείνωσε την κατάσταση, με την ισοτιμία να παραμένει δυσμενής μέχρι σήμερα (περίπου 0,94).

Εκατοντάδες δανειολήπτες, παρά τις πολυετείς καταβολές, βρέθηκαν να οφείλουν περισσότερα σε ευρώ από το αρχικό ποσό δανεισμού, λόγω ενός απρόβλεπτου συναλλαγματικού κινδύνου.

Η νέα ρύθμιση σέβεται την ελευθερία επιλογής των οφειλετών. Κανείς δεν υποχρεούται να αλλάξει τους όρους του δανείου του. Όσοι πιστεύουν σε μελλοντική ευνοϊκή κίνηση της ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου, μπορούν να διατηρήσουν το δάνειό τους στο ελβετικό φράγκο, επωφελούμενοι από τα χαμηλά επιτόκια, αλλά αναλαμβάνοντας παράλληλα και τον συναλλαγματικό κίνδυνο.

Για τους υπόλοιπους, η ρύθμιση προσφέρει δύο δεσμευτικές επιλογές, τις οποίες οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποδεχθούν:

Πρώτη επιλογή: Εξωδικαστικός μηχανισμός επίλυσης.

Δεύτερη επιλογή: Άμεση μετατροπή του δανείου σε ευρώ.

Το κόστος της ρύθμισης καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τις τράπεζες, χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση. Σημαντικός αριθμός δανείων σε ελβετικό φράγκο έχει ενταχθεί σε τιτλοποιήσεις του προγράμματος «Ηρακλής», με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα των συμβάσεων, υπενθυμίζοντας ότι η νομοθετική παρέμβαση δεν υποκαθιστά τη Δικαιοσύνη. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι ένα ζήτημα μπορεί να είναι νομικά λυμένο, αλλά κοινωνικά ανοιχτό.

Η ρύθμιση βασίζεται σε έναν διπλό μηχανισμό. Αφορά οφειλέτες με ενήμερα ή ρυθμισμένα δάνεια που δεν έχουν υπαχθεί στον «Νόμο Κατσέλη» (ν. 3869/2010), και οι οποίοι δεν επιθυμούν την ένταξή τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό.

Αυτοί οι οφειλέτες έχουν τη δυνατότητα μετατροπής της συνολικής οφειλής από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με ειδικούς όρους, που διαμορφώνονται με βάση τα εισοδηματικά και περιουσιακά τους κριτήρια.

Μετατροπή με Ευνοϊκή Ισοτιμία και Σταθερό Επιτόκιο: Οι οφειλές από CHF μετατρέπονται σε ευρώ με βελτιωμένη ισοτιμία σε σχέση με την τρέχουσα, ενώ παράλληλα καθορίζεται σταθερό επιτόκιο για όλη την υπολειπόμενη διάρκεια του δανείου. Η βελτίωση της ισοτιμίας κλιμακώνεται σε τέσσερις κατηγορίες, προσφέροντας άμεση μείωση του κεφαλαίου. Το νέο δάνειο σε ευρώ θα έχει χαμηλό σταθερό επιτόκιο για όλη την υπολειπόμενη διάρκειά του, σημαντικά χαμηλότερο από τα σημερινά στεγαστικά δάνεια. Επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα επιμήκυνσης της διάρκειας αποπληρωμής έως και πέντε έτη, μειώνοντας περαιτέρω το ύψος της μηνιαίας δόσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, στην Ελλάδα χορηγήθηκαν περίπου 57.000 δάνεια σε CHF, συνολικής αξίας 14,1 δις CHF. Σήμερα, 20.625 δάνεια με υπόλοιπο 2,5 δις CHF παραμένουν στο τραπεζικό σύστημα, ενώ 17.442 δάνεια ύψους 3 δις CHF διαχειρίζονται servicers, με τα περισσότερα να έχουν ενταχθεί στις τιτλοποιήσεις του προγράμματος Ηρακλής. Η ρύθμιση αφορά περίπου 40.000 δάνεια.

Η συναλλαγματική επιβάρυνση για ένα δάνειο σε ελβετικό νόμισμα που δεν έχει αποπληρωθεί, κυμαίνεται από 60-70%. Ωστόσο, οι δανειολήπτες σε ελβετικό νόμισμα κατέβαλαν τόκους με χαμηλότερο επιτόκιο κατά μέσο όρο κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το ευρώ, αποκομίζοντας ένα επιτοκιακό όφελος έως 20%.

Για τους οικονομικά ασθενέστερους δανειολήπτες, η προνομιακή ισοτιμία μετατροπής είναι 25% υψηλότερη από την τρέχουσα, ενώ το σταθερό επιτόκιο 2,30% προσφέρει ένα επιπλέον όφελος πάνω από 15% σε σχέση με ένα σημερινό στεγαστικό δάνειο. Αλλά και για τους υπόλοιπους δανειολήπτες, η προνομιακή ισοτιμία μετατροπής είναι 10% υψηλότερη από την τρέχουσα, ενώ το σταθερό επιτόκιο 2,90% προσφέρει ένα επιπλέον όφελος πάνω από 10%.

Το κόστος της κυβερνητικής παρέμβασης στις τράπεζες δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς εξαρτάται από τον αριθμό των οφειλετών που θα επιλέξουν τη μετατροπή. Εφόσον όλοι επιλέξουν τη μετατροπή, το κόστος εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 600 εκατομμύρια ευρώ.

Σε άλλες χώρες, η αντιμετώπιση του ζητήματος ήταν διαφορετική, λόγω των διαφορετικών όρων των δανειακών συμβάσεων και των αποφάσεων των δικαστηρίων. Τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι οι συμβάσεις διασφάλιζαν την πλήρη ενημέρωση των δανειοληπτών και την προστασία των συμφερόντων τους από την αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου οι δανειολήπτες είχαν δικαιωθεί δικαστικά. Η ΕΚΤ έχει εκφράσει την αντίθεσή της σε οριζόντια μέτρα.

Η νέα ρύθμιση, μέσω της βελτιωμένης ισοτιμίας μετατροπής, ισοδυναμεί με «κούρεμα» του άληκτου κεφαλαίου του δανείου. Δεν λειτουργεί αθροιστικά σε προηγούμενη τυχόν άφεση μέρους της οφειλής.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ρύθμισης είναι η τήρησή της για όλη τη διάρκεια του δανείου. Σε περίπτωση αθέτησης, η ρύθμιση παύει να ισχύει και η οφειλή επιστρέφει στο προηγούμενο καθεστώς.

Η μετατροπή σε ευρώ εξαλείφει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και σταθεροποιεί τις ταμειακές ροές, διευκολύνοντας την επίτευξη των στόχων των τιτλοποιήσεων του Ηρακλή. Σε περίπτωση εκ νέου αθέτησης, προβλέπεται η απαίτηση της αρχικής αξίας της οφειλής, εξουδετερώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις.

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 4/2019) έκρινε ότι οι σχετικές διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών εναρμονίζονται με το ενωσιακό δίκαιο, και ότι σε περίπτωση που ένας συμβατικός όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, δεν νοείται καταχρηστικότητα.

Σε άλλες χώρες, όπως η Σλοβένα, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία επιχειρήθηκαν νομοθετικές ρυθμίσεις, ωστόσο δεν κατέληξαν σε νομοθετική ρύθμιση.

Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η Κεντρική Τράπεζα αναγκάσθηκε να παράσχει ρευστότητα ύψους 8 δισ. ευρώ στις Τράπεζες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στην Κροατία, οι δανειολήπτες ήταν παντελώς απροστάτευτοι και δεν έλαβαν επαρκή ενημέρωση σχετικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο.

Στη Γαλλία, η τράπεζα BNP προχώρησε σε ειδικό χειρισμό αυτών των δανείων, αναγνωρίζοντας συγκεκριμένες παραλείψεις της.