Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Ευκαιρία μετατροπής σε ευρώ για 38.000 νοικοκυριά
Περίπου 38.000 νοικοκυριά αναμένεται να εξετάσουν προσεκτικά τη δυνατότητα μετατροπής των στεγαστικών δανείων τους από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, μια προοπτική που ανοίγεται από τη νέα χρονιά. Οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες είχαν επιλέξει αυτή τη μορφή χρηματοδότησης κυρίως μεταξύ 2005 και 2009, όταν το χαμηλό κόστος δανεισμού φαινόταν ελκυστικό, χωρίς όμως να έχουν υπολογίσει πλήρως τον συναλλαγματικό κίνδυνο που θα προέκυπτε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Το συνολικό υπόλοιπο των οφειλών έχει μειωθεί στα 5,5 δισ. ελβετικά φράγκα, που αντιστοιχούν σε περίπου 5,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα έχει εξαλειφθεί. Πάνω από το μισό ποσό, περίπου το 55%, έχει πωληθεί ή τιτλοποιηθεί, ενώ το υπόλοιπο 45% παραμένει στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Η κυβερνητική παρέμβαση καλύπτει όλα τα δάνεια, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο κάτοχος της απαίτησης, και υπόσχεται μετατροπή σε ευρώ με χαμηλά και σταθερά επιτόκια.
Παρόλο που η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και η πιθανότητα μερικής διαγραφής χρέους είναι σημαντικά πλεονεκτήματα, υπόκεινται στην αυστηρή προϋπόθεση της συνέπειας στην τήρηση των όρων. Η επιλογή παραμένει εθελοντική, καθώς ο δανειολήπτης εγκαταλείπει κάθε πιθανό μελλοντικό όφελος από ενδεχόμενη ανατίμηση του ευρώ.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο διαχωρισμός των δανειοληπτών ανάλογα με τη συνέπεια στις πληρωμές τους. Για όσους δεν έχουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, προβλέπεται ένταξη σε ρύθμιση με ευνοϊκότερη ισοτιμία από την τρέχουσα, κάτι που οδηγεί σε μείωση της οφειλής.
Οι όροι τροποποιούνται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε νοικοκυριού, με τα πιο ευάλωτα να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη βελτίωση της ισοτιμίας και χαμηλότερα σταθερά επιτόκια, από 2,3% έως 2,9%, τα οποία παραμένουν αμετάβλητα μέχρι την πλήρη αποπληρωμή. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα επιμήκυνσης της διάρκειας έως και πέντε χρόνια, μια επιλογή που μειώνει τη μηνιαία επιβάρυνση, αλλά μεταφέρει το βάρος σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Για τους δανειολήπτες με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, η λύση περνά μέσα από τον εξωδικαστικό μηχανισμό. Εκεί, η μετατροπή γίνεται με βάση την τρέχουσα ισοτιμία, και η όποια διαγραφή χρέους εξαρτάται από το αν η αξία της ακίνητης περιουσίας είναι μικρότερη από την οφειλή. Το επιτόκιο ορίζεται στο 3% για τα πρώτα τρία χρόνια και στη συνέχεια γίνεται κυμαινόμενο, συνδεδεμένο με το τρίμηνο Euribor και περιθώριο 2,5%. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες μπορούν να προσφύγουν στον μηχανισμό, διευρύνοντας τις επιλογές, χωρίς όμως να εξαλείφονται οι αβεβαιότητες για το τελικό κόστος και τη βιωσιμότητα της λύσης με την πάροδο του χρόνου.