Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη: Μια αλληγορία για τη φύση και την πρόοδο
Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη επιστρέφει δυναμικά στο σινεμά με το “Harvest”, μια διεθνή παραγωγή που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Βενετίας και θεωρείται το πιο υποβλητικό και εικαστικά μεγαλόπνοο έργο της μέχρι σήμερα.
Έχοντας περάσει μια δεκαετία από το “Chevalier”, η Τσαγγάρη διασκευάζει ένα βιβλίο του 2013, μεταφέροντας μια ιστορία για τη μετατόπιση πληθυσμών μέσα από ένα πρίσμα παραισθήσεων και ονείρων, θυμίζοντας folk horror ζωγραφισμένο από τον Καραβάτζιο. Στο “Harvest”, που διανέμεται από το Cinobo, παρακολουθούμε εφτά ημέρες σε ένα ανώνυμο χωριό, σε μια αδιευκρίνιστη εποχή, όπου ένας άντρας με βαθιά σύνδεση με τη φύση βλέπει την κοινότητά του να εξαφανίζεται λόγω της «προόδου». Πρωταγωνιστούν οι Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς και Χάρι Μέλινγκ, με το σκοτσέζικο τοπίο να παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των εικόνων της ταινίας.
Σε συνέντευξή της τον Σεπτέμβριο του ‘24 στη Βενετία, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη μίλησε για το σκηνικό του “Harvest”, τη φύση, τη Σκωτία, την αχρονικότητα της ιστορίας, τις επιρροές από το σινεμά της δεκαετίας του ‘70 και τη ζωγραφική, καθώς και για την κληρονομιά του Greek weird σινεμά, τη συνεργασία της στην “Κινέττα” του Λάνθιμου και την κατάσταση της ελληνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Ερωτηθείσα για το στοιχείο που την άγγιξε στην ιστορία ώστε να τη μεταφέρει στον κινηματογράφο, απάντησε: «Το γεγονός ότι στο επίκεντρο της ιστορίας υπάρχει ένας χαρακτήρας που δεν κάνει τίποτα. Είναι ένας αντιήρωας. Η ιδέα ήταν να κάνω τη δική μου εκδοχή ενός γουέστερν, αλλά περισσότερο στο ύφος του κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70, όπου ο ήρωας δεν μπορεί πραγματικά να έχει μια κάθαρση που θα φέρει τη λύτρωση και βρίσκεται στο μέσο μιας κοινότητας που δεν μπορεί να αντιδράσει. Το βρήκα πολύ σχετικό με αυτό που συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Είναι σαν οι πάντες να συνωμοτούν στο να μην κάνουν τίποτα – κάτι για το οποίο είμαστε όλοι ένοχοι».
Σχετικά με την επιλογή της Σκωτίας ως τοποθεσίας αντί της Αγγλίας, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, εξήγησε: «Επειδή υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στις ιστορικές ταινίες με κοστούμια που διαδραματίζονται στην αγγλική ύπαιθρο, που έχουν ήδη μια γλώσσα την οποία ήθελα να διαταράξω με κάποιο τρόπο. Επίσης, ως Ελληνίδα, το τοπίο της δυτικής Σκωτίας μου μιλάει πραγματικά. Έχει μια τραχύτητα. Επίσης ήταν σημαντικό να πάω στον τόπο όπου, κατά κάποιον τρόπο, όλα ξεκίνησαν όσον αφορά τις εκκαθαρίσεις των Χάιλαντς. Είναι σαν γη πρώιμων γουέστερν η δυτική Σκωτία. Ένιωσα, διαισθητικά, ότι ήταν το σωστό μέρος για να το κάνω».
Η Τσαγγάρη τόνισε πως δεν είχε σκοπό να δημιουργήσει μια ταινία εποχής, αλλά μια ιστορία που συμβαίνει σήμερα παντού. «Νομίζω λοιπόν ότι θα ήταν αποδυναμωτικό να πάρουμε αυτή την απόσταση, να πούμε, ναι, αυτό ήταν τότε, τότε συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα που είναι τόσο μακριά από εμάς. Ή ότι, ξέρεις, "τώρα είμαστε διαφορετικοί". Ή “είμαστε στον πολιτισμένο κόσμο”. Όχι. Είναι ακριβώς η ίδια ιστορία. Ξέρεις, αυτή ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη μεταναστευτική κίνηση στην Ευρώπη, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να εξορίζονται από τη γη τους. Οι εκτάσεις χωρίζονταν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ασχολούνταν με την κλωστοϋφαντουργία από μαλλί και μετακινήθηκαν για πρώτη φορά μαζικά, πηγαίνοντας σε χωριά και αυτά έγιναν μικρές πόλεις. Η βιομηχανική επανάσταση μέσω του άνθρακα οδήγησε στον πόλεμο. Είναι σαν να ήταν η αρχή όλων αυτών».
Αναφερόμενη στην προσέγγισή της στη φύση στην ταινία, η Τσαγγάρη δήλωσε: «Στην αρχή της ταινίας, ο Γουόλτ κυριολεκτικά συγχωνεύεται με κάθε τρόπο με τη φύση. Παραδίδεται σε κάτι που καταλαβαίνει πραγματικά. Το μόνο πράγμα που καταλαβαίνει πραγματικά στον κόσμο γύρω του. Αλλά ταυτόχρονα, σχεδόν στην αρχή της ταινίας, τον ακούς να μιλάει με τον φίλο του Τζον για το ότι οι σοδειές δεν είναι αρκετές. Η κοινότητα ουσιαστικά πεθαίνει, οπότε κάτι πρέπει να αλλάξει. Θα αναγκαστούν να εξοριστούν ως μετανάστες από τη φτώχεια, ή η πρόοδος θα τους αναγκάσει να αλλάξουν, κάτι που συμβαίνει με την άφιξη του Τζόρνταν».
Η σκηνοθέτρια μίλησε για την έμπνευση από τον Ρέμπραντ και τον Καραβάτζιο, εξηγώντας πως «σε κάθε δεδομένη στιγμή στο σκωτσέζικο τοπίο, ειδικά στη δυτική Σκωτία, υπάρχει φως μέσα στο σκοτάδι και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Το φως αλλάζει κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Είναι κάτι που ο Σον [σσ. Πράις Γουίλιαμς, διευθυντής φωτογραφίας] και εγώ αποφασίσαμε να αγκαλιάσουμε… Υπάρχει αυτή η συνεχής αλλαγή της φύσης. Ήταν τόσο ζωντανή και εμείς απλώς ανταποκρινόμασταν σε αυτήν. Εμείς απλά παρακολουθούμε, καταγράφουμε, ηχογραφούμε, αντί να πηγαίνουμε εκεί και να το μυθοποιούμε κατά κάποιον τρόπο».
Σχετικά με τις επιρροές από τη δεκαετία του ‘70, η Τσαγγάρη ανέφερε ότι με τον διευθυντή φωτογραφίας Σον Πράις Γουίλιαμς υπάρχει κοινός κινηματογραφικός κώδικας, «οπότε δεν χρειάζεται να δείξουμε ο ένας στον άλλο ταινίες. Υπάρχει μια συντομογραφία. Θα λέγαμε πχ The Missouri Breaks κι ο άλλος απαντούσε «ΟΚ». Εντάξει, τώρα McCabe and Mrs. Miller. Ή Throne of Blood. Και αυτό ήταν. Απλά παίρναμε μια μικρή αίσθηση από κάτι και προχωρούσαμε».
Επίσης, εξήγησε ότι η ταινία αποτελείται από tableau vivant και το ανθρώπινο πρόσωπο. «Δηλαδή δεν υπήρχαν μεσαία πλάνα. Το πρώτο πράγμα που είπα στον Σον ήταν ότι αυτός είναι ο καμβάς με τον οποίο θα δουλέψουμε. Χωρίς μεσαία πλάνα. Θα γυρίσουμε όλες τις σκηνές μαζί, αντί να σταματάμε, θα μπουν όλοι σε έκσταση και θα συνεχίσουμε να γυρίζουμε. Κανείς δεν ξέρει πότε είναι μπροστά στην κάμερα και πότε όχι. Ποτέ. Είναι σαν χορός. Και όταν κάνουμε πρόβα, κάνουμε όλοι πρόβα μαζί πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα. Έτσι, όλοι καταλαβαίνουμε αυτόν τον κώδικα. Ναι, είναι σαν χορός αν μας δεις. Χορός εμπιστοσύνης μεταξύ μας που είναι πολύ καλύτερος από οτιδήποτε θα μπορούσε να σκηνοθετήσει κανείς».
Υπάρχει μια αντίθεση στην ταινία σχετικά με την πρόοδο και την εκμετάλλευση της φύσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Τσαγγάρη, «σύμφωνα με την λογική του συγκεκριμένου, τα δέντρα πρέπει να παράγουν κάτι περισσότερο από σκιά. Αυτός εκπροσωπεί την πρόοδο… Για άλλον κόσμο πρόοδος ήταν το δοκιμάσεις τη φύση, να γνωρίζεις τι κάνει κάθε φυτό και να είσαι αυτάρκης. Για τον Τζόρνταν είναι να εκτρέφεις πρόβατα, να παράγεις μαλλί, να βγάζεις λεφτά. Σπάμε τα πάντα σε μικρά ερωτήματα: Τι είναι πρόοδος; Τι κάνουμε με την πρόοδο; Πώς αντιστεκόμαστε στην πρόοδο όταν μας ρουφάει το αίμα;»
Μιλώντας για τον χαρακτηρισμό της ως μέλος του Greek weird wave, η Τσαγγάρη σημείωσε πως «το Greek weird wave ήταν ένα όνομα που μας έδωσε κάποιος άλλος. Μάλλον σημαίνει περισσότερα για εσάς από ό,τι για εμάς… Αλλά ήταν μάλλον κάτι πιο σημαντικό για τη γενιά που ήρθε μετά από εμάς, η οποία ήταν πολύ συνειδητοποιημένη στο ότι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος είναι εφικτός στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μέσα είναι απαραίτητα… Νομίζω ότι είναι ένας πολύ γόνιμος κινηματογράφος, πολύ αποφασιστικός. Και είναι αδύνατο να μην είσαι αποφασισμένος, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει καμία υποστήριξη. Όλα είναι εναντίον μας. Έχουμε τον μικρότερο προϋπολογισμό για τον κινηματογράφο από όλα τα υπουργεία πολιτισμού στην Ευρώπη… Είναι ένα γαμημένο σκάνδαλο… Αλλά αυτό που κάναμε εμείς είναι ότι δεν περιμέναμε να έρθει η σειρά μας να χρηματοδοτηθούμε με τα ψίχουλα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Απλά είπαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να το κάνουμε, όχι μέσω της κρατικής χρηματοδότησης».
Η Τσαγγάρη αναφέρθηκε και στη συνεργασία της με τον Γιώργο Λάνθιμο στην “Κινέττα”, τονίζοντας ότι «ο μόνος τρόπος που καταφέραμε να την φτιάξουμε είναι επειδή το κάναμε μόνοι μας. Ήμασταν τέσσερα άτομα. Είπαμε, γάμα το. Θα το κάνουμε μόνοι μας, ξέρεις, με κάποια χρήματα από άλλους παραγωγούς που συνεργάζονταν με τον Γιώργο στη δημιουργία διαφημιστικών, και χρησιμοποιήσαμε φιλμ και κάμερες από διαφημιστικά».
Η ταινία “Harvest” προβάλλεται στις αίθουσες από το Cinobo.