Αποκαλύπτεται: Οι ταινίες που ξεχώρισαν στο Φεστιβάλ Δράμας 2024!

Ψυγαγωγία
Δημοσιεύθηκε  · 9 λεπτά ανάγνωση

Το 48ο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας ολοκληρώθηκε, απονέμοντας τα βραβεία του και κλείνοντας μια πετυχημένη χρονιά. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, Γιώργος Αγγελόπουλος, τίμησε τον προκάτοχό του, Γιάννη Σακαρίδη, και παρουσίασε ένα εξαιρετικό Εθνικό Διαγωνιστικό. Η φετινή Δράμα έδωσε το στίγμα ενός ελληνικού κινηματογράφου ανήσυχου και πολύπλευρου.

Οι ταινίες του φεστιβάλ Δράμας θα προβληθούν 24-27 Οκτωβρίου στην Αθήνα, 1-3 Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φεστιβάλ κινηματογράφου, και έπειτα θα κάνουν πάνω από 30 στάσεις σε μια φεστιβαλική περιοδεία σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Ξεχωρίζουμε μια δεκάδα τίτλων που αγαπήσαμε λίγο περισσότερο, και που δείχνουν έναν εντυπωσιακό πλουραλισμό σε φωνές, είδη, θεματικές και ιδέες.

Ξεκινάμε από την ταινία που πήρε τον Χρυσό Διόνυσο, την καλύτερη ταινία που είδαμε. Ένα σκληρό κινηματογραφικό ποίημα που δεν χρειάζεται τις λέξεις. Σε ένα παγωμένο τοπίο, ο μεγαλύτερος αδερφός σκοτώνεται από το αγαπημένο του άλογο, αφήνοντας τον μικρότερο να αποφασίσει αν θα σκοτώσει το ζώο ή θα το συγχωρέσει. Μέσα από την εξαιρετική φωτογραφία της Χριστίνας Μουμούρη, ο Νεριτάν Ζιντζιρία αποτυπώνει κάτι το πυρετώδες όσο και ποιητικό. Μέσα από τα μάτια ενός νεαρού, πληγωμένου ήρωα καταφέρνει μια αισθητική όσο και θεματική υπέρβαση. Ένα ηθικό δίλημμα εκδίκησης ή μη, θανάτου ή ζωής, παίρνει διαστάσεις μυθικές χωρίς ποτέ να χάνει το απόλυτό δέσιμο με τον τόπο (του). Ένα σινεμά καθαρό και μεγαλειώδες, που μοιάζει σα μη χρειάστηκε καν να φτιαχτεί – σαν απλώς να υπήρξε.

Η καλτ λατρεία του φετινού φεστιβάλ είναι το Hopepunk. Η ατίθαση οδηγός Άντι και ένα νευρικό ζόμπι με το όνομα Πίνα, διασχίζουν τη μητρόπολη με ένα σκοτεινό μυστικό στο πορτμπαγκάζ και μια ομάδα εθνικιστών οδηγών ταξί στο κατόπι τους. Η Βασιλική Λαζαρίδου συνθέτει μια πανκ και camp φιλμική απόλαυση με μια αναπολογητικά ορμητική φεμινιστική και κουήρ ματιά, γεμάτη σινεφλικές αναφορές που ουρλιάζουν πως το σινεμά είναι ένα – είτε μιλάς για διακεκριμένο arthouse είτε για παρεξηγημένες b-movies. Μια φανταστική Γιούλα Μπούνταλη (Χώρα Προέλευσης) δίνει μια από τις αγαπημένες μας ερμηνείες του φεστιβάλ ως Άντι, ενώ τα σύμβολα παίζουν παιχνιδιάρικα το ρόλο τους σε μια αλληγορική μετα-αποκαλυπτική περιπέτεια που ξέρει πώς να πάρει τους περιορισμούς της (σε επίπεδα μπάτζετ και κατασκευής) και να τους μετατρέψει σε στοιχείο χαρακτήρα. Απορρίπτοντας επιθετικά την όποια ιδέα καθαρότητας και βρίσκοντας ελπίδα εκεί που αναπνέουν τα ζόμπι και τα φρικιά, το Hopepunk μας διασκέδασε όσο καμία άλλη ταινία φέτος.

Στην άκρη ενός εγκαταλειμμένου ναυπηγείου, δύο άντρες, δεμένοι με ένα μυστικό χωρίς επιστροφή, ετοιμάζονται να τελειώσουν αυτό που άρχισαν — ώσπου το φεγγάρι ανατέλλει κι η δίψα αψηφά τους όρκους της. Ένας σύγχρονος αστικός βαμπιρικός μύθος εκτυλίσσεται με φόντο το λιμάνι και τους δρόμους μιας πόλης που μοιάζει αφιλόξενα άδεια εκτός από όταν βρίσκεσαι σε χώρους σαν το τύπου καμπαρέ της αρχής της ταινίας, όπου μπορείς να ξετυλίξεις σκέψεις και ιστορίες – τον ίδιο σου τον εαυτό. Γραμμένο από τον σκηνοθέτη Κωστή Θεοδοσόπουλο (λίγα χρόνια μετά το Ρουζ, που επίσης είχε βραβευτεί στη Δράμα) μαζί με τον πρωταγωνιστή Άρη Μπαλή σε ένα εκπληκτικό, πολλαπλών επιπέδων σόου/περφόρμανς, το φιλμ αγκαλιάζει κώδικες ερωτικού νουάρ, βαμπιρικού αστικού θρίλερ και αλληγορικής ενδοσκόπησης, για να πει μια ιστορία προσωπικής αναζήτησης ταυτότητας μέσα από περιπτύξεις πάθους και κινδύνου. Στις οποίες μπορείς να βρεις τον εαυτό σου, όσο εύκολα μπορείς και να τον χάσεις. 4 βραβεία στο φεστιβάλ – Αργυρός Διόνυσος Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου, Μακιγιάζ και Queer – για ένα έργο στιβαρά σκηνοθετημένο, που κατασκευάζει έναν πανέμορφο, μεστά κινηματογραφικό κόσμο, που απογειώνεται όταν αφήνει τους ήρωές του να χαθούν μέσα του.

H Mίτση, ένα 13χρονο αγοροκόριτσο, έρχεται αντιμέτωπη με ένα τοπικό έθιμο όταν της έρχεται για πρώτη φορά περίοδος. «Για να έχεις τη δύναμη να αντέχεις τον πόνο τώρα που έγινες γυναίκα», της λέει η γιαγιά της. Η Γεύη Δημητρακοπούλου σκηνοθετεί μια ταινία ενηλικίωσης που προσπαθεί παρέα με την νεαρή ηρωίδα της να εντοπίσει μια προσωπική συναισθηματική αλήθεια μέσα στην αγριότητα της πατριαρχικής παράδοσης, με την Φίλια Παπαγγελίδη να κερδίζει ένα πάρα πολύ δίκαιο βραβείο Α’ Γυναικείας Ερμηνείας στη Δράμα. (Η ταινία κέρδισε και το ανεξάρτητο βραβείο Onassis Culture.) Διακριτικές μεν αλλά σαφείς μεταφυσικές πινελιές τοποθετούν αυτή την ταινία ενηλικίωσης σε μια τιμημένη κινηματογραφική παράδοση αλλά τελικά ξεχωρίζει επειδή στην πραγματικότητα δεν αποτελεί ποτέ συρραφή ιδεών αλλά έρχεται με πειθώ να παρουσιάσει κάτι ολότελα δικό της. Στιγμιότυπα μιας επαρχίας που μοιάζει ξεχασμένη, και μιας κοριτσίστικης εφηβείας γεμάτης καταπιεσμένο θυμό: Σαν λεπτομέρεια μιας λαογραφικής εξερεύνησης που εστίασε στα αισθήματα ενός κοριτσιού επειδή φώναζαν (σιωπηλά) τόσο δυνατά. Και μαζί, μια διαπραγμάτευση της ελευθερίας μέσα σε μια διαγενεακή καταπίεση, και μια εντυπωσιακά πολυεπίπεδη σχέση της Μίτση με την γιαγιά της, που αρνείται να χαρακτηριστεί μονοσήμαντα. Οι δυο τους μοιράζονται σκηνές όπου ακόμα κι αν δεν ανταλλαχθεί λέξη, ξέρεις πως υπάρχουν θάλασσες επικοινωνίας – και αγριότητα, και έγνοια μαζί.

Μια θαλάσσια αρρώστια απειλεί ένα απομονωμένο ελληνικό ψαροχώρι. Αντιμέτωποι με τη θαλάσσια κρίση, τρεις νεαροί ψαράδες καταφεύγουν στο παράνομο ψάρεμα με δυναμίτη. Ο Θανάσης Τρουμπούκης του οποίου το φανταστικό Under the Lake είχαμε ξεχωρίσει σε αντίστοιχο κείμενο πριν 3 χρόνια. Γράφαμε τότε πως σε εκείνη τη δοκιμιακή ταινία η «διαδοχή των εικόνων αποπνέει μια σχεδόν υπαρξιακή αγωνία για έναν κόσμο που χάνεται» και αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια και για ετούτο εδώ το φιξιόν. Άνθρωπος και φύση σε μια επίπονη ένταση που αποδίδεται ως κάτι το σχεδόν μυθικό, με τα τοπία και τον φυσικό περιβάλλοντα χώρο και τη θάλασσα να νιώθεις πως είναι στοιχεία γιγάντια μέσα στο κάδρο, που μοιάζει σαν κεντημένο από τον Κωνσταντίνο Κουκουλιό (του οποίου η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν ένα από τα 3 βραβεία της ταινίας, μαζί με σχεδιασμό ήχου και σκηνογραφία), σαν κάτι από τα μελαγχολικά κινηματογραφικά παραμύθια-αναμνήσεις της Αλίτσε Ρορβάχερ. Σεναριακά σήκωνε αρκετή δουλειά το έργο, καθώς σε πολλά σημεία δεν μοιάζει να έχει εξερευνηθεί πρακτικά η συνθήκη αυτού του κόσμου και των ηρώων που χάνονται σε αυτόν, όμως η αισθητική και κυρίως η αίσθηση του φιλμ, κερδίζουν.

Η Μαγκνταλένα Χάουζεν ήταν Γερμανίδα φωτογράφος που έγινε γνωστή για το ότι κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον άνεμο σε μία φωτογραφία. Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εξαφάνισή της, τα ερωτήματα παραμένουν περισσότερα από τις απαντήσεις. Από τη διαίρεση της Γερμανίας μέχρι την εποχή της αντιπολίτευσης, ένα κατασκευασμένο κινηματογραφικό τεκμήριο παρατηρεί με βλέμμα μελαγχολικό και αιχμηρό (και με τη φωνή της θρυλικής Χάνα Σιγκούλα στην αφήγηση) την ίδια τη σύγχρονη Ιστορία. Φτιαγμένο μέσα από μια διαδοχή φωτογραφιών, ανασυστήνει την εποχή κινηματογραφικά όσο και εντελώς πρωτότυπα, σε μια από τις πιο ξεχωριστές και ουσιαστικές προτάσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στον χώρο του ελληνικού μικρού μήκους. Τρία βραβεία για την ταινία στη Δράμα: Μοντάζ, Σκηνογραφίας και μια ειδική μνεία στον διακεκριμένο διευθυντη φωτογραφίας Γιώργο Φρέντζο για «τη μοναδική συμβολή του στη δημιουργία ενός υβριδικού έργου που με συνέπεια ύφους, εικαστική τόλμη και εντυπωσιακή αληθοφάνεια κατασκευάζει μια ολόκληρη εποχή».

Συγγενικό, αλλά στην άλλη άκρη του mockumentary φάσματος. Μετά την εξαφάνιση του αφεντικού τους, καταζητούμενου για φόνο, οι εργαζόμενοι ενός παλιού σκυλάδικου συμμετέχουν σε ένα ντοκιμαντέρ που τους φέρνει αντιμέτωπους με τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας. Το Αβαντάζ του Χρήστου Τάτση παίζει με τα φορμάτ ανασυνθέτοντας το feel και αναζητώντας τα ίχνη μιας σβησμένης από τον χρόνο εποχής, παράλληλα με το κεντρικό της μυστήριο. Έχει ψυχή, έχει και τεχνική.

Ένα απόκοσμα λευκό τοπίο, ένας δρόμος σπαρμένος με κόκαλα και ένα μυστικό που όλοι γνωρίζουν και προσπαθούν να κρύψουν. Ένα crime θρίλερ στην παγωμένη ελληνική επαρχία, όπου η αλληγορική ματιά και ο σκληρός, κοφτερός ρεαλισμός συνυπάρχουν σε μια καθηλωτική ιστορία συγκάλυψης. Για μια τοπική-αλλά-όχι-μόνο κοινωνία, και τελικά για μια Ελλάδα που προτιμά κατά πώς φαίνεται πάντοτε να συγκαλύπτει, πάντα να κρατά τους σκελετούς θαμμένους. Ένα φιλμ επίμονα επίκαιρο από τον Στέλιο Μωραϊτίδη, το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο ήχου στη Δράμα, και που στάθηκε με ευκολία ανάμεσα στα highlights της διοργάνωσης.

Με στόχο να γίνουν ήρωες, τρία εννιάχρονα αψηφούν τις προειδοποιήσεις των γονιών τους και αποφασίζουν να βοηθήσουν τον περιθωριοποιημένο του χωριού, τον οποίο βρίσκουν λιπόθυμο στο δάσος. Γλυκό αλλά και σοβαρό την ίδια στιγμή, το φιλμ της Σελήνης Παπαγεωργίου λέει μέσα από μια α λα Στάσου Πλάι Μου αφήγηση ηρωικής παιδικής αθωότητας και ανακάλυψης, μια ιστορία για τη συλλογικότητα και για το να στέκεσαι, γουέλ, πλάι στον άλλο άνθρωπο. Όμορφο, υπέροχα παιγμένο, χωρίς κορώνες, αλλά με μια σιγουριά για το μέγεθος της ιστορίας που θέλει να πει.

Αναρωτιέται η ταινία: Υπάρχει άχαστη ατάκα στο φλερτ; Υπάρχει ρακέτα που δε χάνει ποτέ; Στον κόσμο των χαμένων μπορεί να είναι κανείς νικητής; Μέσα από την ιστορία ενός προπονητή πινγκ πονγκ που θέλει να κερδίσει, των παιδιών που προπονούνται για τον μεγάλο αγώνα, του πιτσιρικά που θέλει το κορίτσι, και ενός γυμναστηρίου που πρόκειται να κατεδαφιστεί, ο Μάνος Παπαδάκης λέει μια πραγματικά διασκεδαστική ιστορία για το να παλεύεις για να νικήσεις ενώ όλα μοιάζουν νομοτελειακά τελειωμένα – με φόντο το Δημοψήφισμα και με μια προσέγγιση βιωματική και ψυχωμένη, ανασυστήσει το πρόσφατο (νεκρο)ζωντανο παρελθόν με όρους coming of age ταινίας εποχής.

Σε ένα πράγματι εξαιρετικό εθνικό διαγωνιστικό, ξεχωρίσαμε αρκετές ακόμα ταινίες με εξαιρετικά στοιχεία. Το Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει στήνει ένα δυνατό πλέγμα διαφθοράς με τον Θάνο Τοκάκη ως ψύχραιμη απειλή να κάνει το 2/2 αξιομνημόνευτων απειλητικών ανταγωνιστών στο φεστιβάλ (μαζί με το Hopepunk). Το Μικρό Σώμα καταγράφει μια συνάντηση που σταδιακά ξεδιπλώνεται νοηματικά και συναισθηματικά, οι Πλανήτες δημιουργούν ένα αποστομωτικό δικό τους αισθητικό σύμπαν, το Φούιτ μας διασκέδασε με την ιστορία ενός αουτσάιντερ που κυνηγά την εκπλήρωση ενός ονείρου, και η φιλόδοξη ΝΙΚΗ ξεχώρισε χάρη και στην εκπληκτική κεντρική ερμηνεία από τη Φλομαρία Παπαδάκη του Animal.

Να αναφέρουμε τέλος, παρότι όχι στο Εθνικό Διαγωνιστικό, την πειραματική ταινία Or How to Disappear του Γιώργου Αγγελόπουλου που κέρδισε το βραβείο του Εθνικού Σπουδαστικού καθώς μας συστήνει ένα τελείως δικό της κόσμο-κολάζ από moods, εικόνες και ήχους καταφέρνοντας να μη μοιάζει ποτέ πετσοκομμένη συρραφή ιδεών, αλλά ένα ταξίδι συναισθημάτων που ρέει κινηματογραφικά. Υπάρχει εδώ μια συναρπαστική οπτική και διάθεση, και θα περιμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τα επόμενα βήματα του σκηνοθέτη.

Το 48ο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας διεξήχθη 8-14 Σεπτεμβρίου.