Ο άγνωστος Δημαράς

Αποκαλύπτεται ο Άγνωστος Δημαράς: Από Θερμός Χριστιανός σε…;

Ψυγαγωγία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η εμβληματική μορφή του Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992) στέκει αγέρωχη στα νεοελληνικά γράμματα, χωρίς να χρειάζεται υπεράσπιση. Για όσους έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη της νεότερης Ελλάδας, το έργο του είναι φάρος. Η ακτινοβολία του, όμως, ξεπερνά κατά πολύ τα στενά όρια της φιλολογίας και της ιστοριογραφίας. Ο Δημαράς, αυτός ο τολμηρός εισηγητής και συνθέτης ερμηνευτικών σχημάτων, δεν είναι απλώς ένας μελετητής της νεοελληνικής κίνησης ιδεών, αλλά μέρος αυτής της ίδιας της ιδεολογίας.

Ενώ οι δεκάδες μαθητές του τον έχουν τιμήσει και επαινέσει, μια αναλυτική μελέτη του έργου του απουσίαζε, και η συγκέντρωση των διάσπαρτων κειμένων του σε εφημερίδες και περιοδικά παρέμενε ημιτελής. Στην εμπεριστατωμένη εργογραφία του Φίλιππου Ηλιού («Εργογραφία Κ. Θ. Δημαρά, 1917-2004», Βιβλιολογικό Εργαστήρι – Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2005), ο αριθμός των λημμάτων αγγίζει τα 2.825. Από αυτά, εάν εξαιρέσουμε τα βιβλία που εκδόθηκαν, ούτε τα μισά από τα υπόλοιπα έχουν βρει τη θέση τους σε βιβλίο. Η τελευταία προσπάθεια συγκέντρωσης κειμένων του έγινε πριν από δώδεκα χρόνια: «Σύμμικτα Δ΄», μια επιλογή κειμένων από τον Φίλιππο Ηλιού και επιμέλεια της Πόπης Πολέμη (ΜΙΕΤ και Βιβλιολογικό εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μουσείο Μπενάκη, 2013). Επιπλέον, ο Β΄ τόμος των «Συμμίκτων» παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα.

Φέτος, μια σημαντική έκδοση έρχεται να καλύψει αυτό το κενό: το βιβλίο του Γιάννη Δημητρακάκη, «Διαδρομές της σκέψης του Κ. Θ. Δημαρά», από τις εκδόσεις Σοκόλη, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2025. Στις έξι ενότητες του βιβλίου, ο Δημητρακάκης παρακολουθεί τη σκέψη του Δημαρά από το 1927 έως το 1935. Ο αναγνώστης που έχει στο μυαλό του τον κοραϊκό και διαφωτιστή Δημαρά θα βρεθεί μπροστά σε μια έκπληξη: έναν εντελώς διαφορετικό Δημαρά, βαθιά θρησκευόμενο, σφοδρό πολέμιο του Κοραή, και πολλά άλλα, όπως έναν Δημαρά που περιστασιακά αρθρογραφούσε υπερρεαλιστικά ποιήματα (σ. 35).

Το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Το νεανικό έργο του Δημαρά και η γαλλική ρωμαιοκαθολική διανόηση», είναι καθοριστικό για την κατανόηση της χριστιανικής περιόδου του. Ο Δημητρακάκης παρουσιάζει τον Δημαρά να παρακολουθεί στενά τη γαλλική πνευματική ζωή και να επηρεάζεται βαθιά από Γάλλους καθολικούς στοχαστές, κυρίως από τον Ζακ Μαριτέν. Γύρω από αυτή τη χριστιανική περίοδο της ζωής και του έργου του Δημαρά ανακύπτουν πολλά ερωτήματα. Ένα από αυτά είναι η διάρκειά της. Η μελέτη του Δημητρακάκη σταματά στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Σημαίνει αυτό ότι η χριστιανική περίοδος του Δημαρά τελειώνει τότε; Όχι απαραίτητα. Το 1961, σε μια κριτική του για το βιβλίο του Γιώργου Θεοτοκά «Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Aγιον Oρος», ο Δημαράς γράφει επί λέξει (και παραθέτει ο Δημητρακάκης, σ. 125): «Ούτε μια μέρα δεν εβρέθηκα μακριά από τη χριστιανική πίστη» («Aγιοι Τόποι», Το Βήμα, 28.4.1961). Η διατύπωση είναι κατηγορηματική: «Ούτε μια μέρα…». Μέχρι πότε θα μπορούσε ο Δημαράς να υπογράψει μια τέτοια δήλωση; Ο Ηλιού αναφέρει μια αφήγηση του ίδιου του Δημαρά, σύμφωνα με την οποία η στροφή του «από την πίστη στην απιστία» «συνέβη ύστερα από ένα ταξείδι στον Aγιον Ορος» (Φίλιππος Ηλιού, «Οι ασέβειες του ιστορικού. Τρία κείμενα για τον Κ. Θ. Δημαρά», Ερμής 2003, σ. [9]). Ο Ηλιού τοποθετεί αυτό το ταξίδι πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τονίζει ότι αυτή η μετατόπιση δεν έγινε ακαριαία (σ. [10], 45). Όμως, αν αυτό το ταξίδι προκάλεσε στον Δημαρά έναν τέτοιο «συγκλονισμό», όπως γράφει ο Ηλιού, ώστε να χάσει την πίστη του, πώς μπόρεσε το 1943 να ασκήσει αυστηρή κριτική στον Ζαχ. Παπαντωνίου, επειδή στο βιβλίο του «Aγιον Oρος» (1934) «είχε πλησιάσει το ιερό βουνό με την ψυχή του κλεισμένη, με τις παρωπίδες του ορθολογισμού στα μάτια του και δεν ένιωσε τίποτε από το μεγαλείο, δεν είδε τίποτε από τη μυστική εμορφιά της Μοναδικής Πολιτείας» («Τα λογικά και τα παράδοξα», Ελεύθερον Βήμα, 4. 9.1943, «Σύμμικτα, Δ΄», τόμ. πρώτος, σ. 142-143);

Δεν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που να σηματοδότησε το τέλος της χριστιανικής περιόδου του. Η πίστη του απλώς εξασθένησε και έσβησε, όπως συνέβη και σε εκατομμύρια άλλους στον εικοστό αιώνα.

Η δήλωση του 1961 δεν είναι μοναδική. Στα κείμενά του υπάρχουν πολλές παρόμοιες δηλώσεις που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Το 1941, λίγο μετά την έναρξη της γερμανικής κατοχής, υμνεί όχι την χριστιανική πίστη γενικά, αλλά την ελληνική Εκκλησία: «Έτσι ένα από τα χτυπητά πορίσματα της μεταγενέστερης περιόδου [δηλαδή της χιλιόχρονης ιστορίας μας] είναι η ουσιώδης σημασία της Εκκλησίας μέσα στις εξελίξεις μας· τη βοήθειά της και την καθοδήγησή της πρέπει να αποδέχεται ο πνευματικός κόσμος και την στιγμή αυτή. Εκείνη θα μας φέρει και πάλι στον δρόμο της θυσίας και της αγάπης που οικοδομεί· από κείνην θα ζητήσουμε, άλλη μια φορά, τη δύναμη που χρειάζεται για να δουλέψουμε. Η πνευματική περισυλλογή που θα πρέπει ο καθένας να την εφαρμόσει στον εαυτό του, πριν αποπειραθεί να την γενικεύσει, θα βρει το φυσικό της έρεισμα στην Πίστη. Μ’ εκείνην παραστάτη θα εργαστούμε για να φανούμε ακόμη μια φορά άξιοι της αιώνιας αποστολής του Ελληνισμού». («Πνευματική περισυλλογή», Ελεύθερον Βήμα, 31.5.1941, «Σύμμικτα, Δ΄», τόμ. πρώτος, σ. 110).

Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το τέλος της χριστιανικής περιόδου του Δημαρά. Δεν υπάρχει κάποια κομβική στιγμή ή κάποιο αποκαλυπτικό γεγονός. Η πίστη του απλώς έσβησε, όπως συνέβη και σε εκατομμύρια άλλους στον εικοστό αιώνα. Ο Αλέξης Πολίτης, αναφερόμενος σε αυτή την πνευματική μετατόπιση, γράφει ότι κατέληξε «ρητά άθεος» (Κ. Θ. Δημαράς, «Σύμμικτα, Α΄», Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2000, σ. 14). Δεν έχω βρει πουθενά τον Δημαρά να αυτοχαρακτηρίζεται άθεος. Αντίθετα, στη γνωστή συζήτησή του το 1988 με τον Στέφανο Πεσμαζόγλου και τον Νίκο Αλιβιζάτο, όταν καλείται να εξηγήσει τη μετάβασή του «από την πίστη […] στην αθεΐα», θα απαντήσει: «Αλλά δεν πρέπει να μιλούμε για αθεΐα προκειμένου για μένα: είναι αδιαφορισμός. Δηλαδή είναι ένα πρόβλημα που εβγήκε από τη ζωή μου. […] Η αθεΐα είναι μια μορφή φανατισμού. Εγώ απλώς αποτραβήχτηκα από αυτά τα θέματα, έπαυσα να γράφω γι’ αυτά» (Κ. Θ. Δημαράς και Νίκος Σβορώνος, «Η μέθοδος της ιστορίας», Αγρα, 1995, σ. 76-77). Ο Αλ. Πολίτης, ωστόσο, διαφωνεί: «Καθόλου δεν ήταν έτσι· και άθεος ήταν, και φανατικός, εύκολα μάλιστα» («…Δράξασθε παιδείας», Ελευθεροτυπία – Βιβλιοθήκη, 7.1.2005). Η συζήτηση, λοιπόν, συνεχίζεται.