Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν την Κυριακή 30 Νοεμβρίου

Άγιος Ανδρέας: Γιατί γιορτάζουμε σήμερα και ποια ονόματα τιμάμε

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Σήμερα, το εορτολόγιο περιλαμβάνει όσους φέρουν το όνομα Ανδρέας, Ανδρίκος, Ανδριάνα, Ανδρούλα, Ανδριανή και Αντριάννα.

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωνάς. Επειδή κλήθηκε πρώτος από τον Κύριο στην ομάδα των μαθητών του, ονομάστηκε Πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας, μαζί με τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, ήταν στην αρχή μαθητές του Ιωάννη του Προδρόμου. Μια ημέρα, στις όχθες του Ιορδάνη, ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε: «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Οι δύο ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που αμέσως άφησαν τον δάσκαλό τους και ακολούθησαν τον Ιησού.

Όπως αναφέρει το Saint.gr, η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη ήταν παρόμοια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, τον Εύξεινο Πόντο (όπου ίδρυσε την Εκκλησία του Βυζαντίου, εγκαθιστώντας ως πρώτο επίσκοπο τον Απόστολο Στάχυ – βλέπε 31 Οκτωβρίου – του οποίου διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Τελικά κατέληξε στην Αχαΐα.

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του απέδωσε καρπούς και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια διαδόθηκε στον λαό της Πάτρας. Ακόμη και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, πίστεψε στον Χριστό αφού θεραπεύτηκε από τον Απόστολο από μια σοβαρή ασθένεια. Αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο, ο οποίος, με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων, συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρουσίασε τον εαυτό του στον Θεό ως «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15), δηλαδή ως δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατό του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη μεγαλύτερος όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο για να το θάψουν. Όμως, ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα και την ίδια μέρα που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. Τότε, οι χριστιανοί με τον επίσκοπό τους Στρατοκλή, τον πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το έθαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως παρέμεινε στην Πάτρα.

Όταν οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, ο Πάπας Πίος ο Β’ το παρέλαβε και το εναπόθεσε στον ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ., ο Ρώσος Πρίγκιπας Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου από το χέρι του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το ιερό λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19η Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου, ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές ημέρες και εκτέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Μια κυπριακή παράδοση αναφέρει ότι σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας επισκέφθηκε και την Κύπρο. Το καράβι που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσει το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει σε ένα μικρό λιμανάκι λόγω άπνοιας. Τις ημέρες αυτές τους έλειψε το νερό. Ένα πρωί, ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί για να βρει νερό, παίρνοντας μαζί του τον Απόστολο. Δυστυχώς, δεν έβρισκαν νερό πουθενά.

Κάποια στιγμή, έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, της παλαιάς και της καινούργιας, και ο Άγιος γονάτισε μπροστά σε έναν κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό, επιθυμώντας ένα θαύμα για να πιστέψουν οι παρευρισκόμενοι στον Χριστό. Σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και έγινε το θαύμα. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε άφθονο νερό, το οποίο τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σε έναν λάκκο της παλαιάς εκκλησίας και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα, που δρόσισε και παρηγόρησε τόσους ανθρώπους.

Ένα από τα πρόσωπα στο καράβι ήταν το τυφλό παιδί του καπετάνιου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σκοτάδι. Όταν οι ναύτες επέστρεψαν με τα ασκιά γεμάτα νερό και εξήγησαν πώς το βρήκαν, μια ελπίδα άναψε στην καρδιά του παιδιού. Σκέφτηκε ότι το νερό, που βγήκε από τον βράχο μετά την προσευχή του συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να του χαρίσει το φως που ποθούσε. Ζήτησε, λοιπόν, λίγο νερό. Ο Απόστολος του έδωσε ένα δοχείο γεμάτο δροσερό νερό, αλλά το παιδί προτίμησε να πλύνει πρώτα το πρόσωπό του. Και ω του θαύματος! Μόλις το νερό άγγιξε τα μάτια του, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Ο Απόστολος άρχισε να μιλά και να διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας ήταν καρποφόρο: όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Πρώτος ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε το όνομα Ανδρέας, και ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήταν εκεί. Μετά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα. Όταν ο άνεμος άρχισε να φυσά, το καράβι ετοιμάστηκε να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο Απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όσους πίστεψαν και βαφτίστηκαν, τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, χτίστηκε στον τόπο αυτό το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που έγινε παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο, χιλιάδες προσκυνητές απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου συνέρρεαν στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του Αποστόλου, να βαφτίσουν τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη. Η εκκλησία του ήταν Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους πονεμένους, και γινόντουσαν εκεί αμέτρητα θαύματα σε όσους προσέρχονταν με πίστη και συντριβή ψυχής.