«Ζω δύο μήνες σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο στην Ομόνοια»

Αδιέξοδο στην Αθήνα: Εργαζόμενοι ζουν σε ξενοδοχεία λόγω στεγαστικής κρίσης

Αθήνα
Δημοσιεύθηκε  · 6 λεπτά ανάγνωση

Στην καρδιά της Αθήνας, σε ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στην πολύβουη Ομόνοια, η Άννα, η ρεσεψιονίστ, έχει πλέον αποκτήσει την ικανότητα να διακρίνει τους ενοίκους που δεν είναι απλά περαστικοί τουρίστες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην «Κ», «Φαίνονται από τις βαλίτσες τους. Δεν τις κουβαλούν σαν ταξιδιώτες, αλλά τις σέρνουν σαν να μεταφέρουν ολόκληρη τη ζωή τους». Πριν καν ολοκληρώσουν τη διαδικασία του check-in, συχνά σκύβουν πάνω από το γκισέ, απευθύνοντας την απεγνωσμένη ερώτηση: «Μήπως γνωρίζετε κανένα σπίτι; Κάτι που να μπορώ να νοικιάσω;».

Τα τελευταία δύο χρόνια, στην περιοχή γύρω από την Ομόνοια και γενικότερα στο κέντρο της Αθήνας, έχει αναδυθεί μια νέα κατηγορία «ενοίκων»: άνθρωποι που, μη μπορώντας να βρουν ένα σταθερό σπίτι, αναγκάζονται να διαμένουν για εβδομάδες, ακόμα και μήνες, σε οικονομικά ξενοδοχεία. «Στην πλειονότητά τους είναι άνθρωποι που ζουν μόνοι και εργάζονται με πλήρες ωράριο. Αυτό που τους λείπει είναι μια μόνιμη στέγη», τονίζει η Άννα.

Σε απόσταση λίγων τετραγώνων, σε ένα παρόμοιο ξενοδοχείο, η Λένα, επίσης ρεσεψιονίστ, περιγράφει μια πανομοιότυπη κατάσταση: πελάτες σε διαρκή αναμονή, με μια βαλίτσα πάντα στο χέρι, να αναζητούν το επόμενο σπίτι τους. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν νεαρό που εργαζόταν σε περίπτερο και έμεινε στο ξενοδοχείο για σχεδόν δύο μήνες». Τον έβλεπε καθημερινά να κατεβαίνει με την ίδια βαλίτσα και το ίδιο μπουφάν, να εξετάζει τις νέες αγγελίες κάθε πρωί και να επιστρέφει κάθε βράδυ γεμάτος απογοήτευση. «Ζούσα μαζί του το άγχος του», εξομολογείται. «Ήταν σαν να παρακολουθούσα μια καθημερινή μάχη επιβίωσης».

Σήμερα, φιλοξενούν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που αναζητά σπίτι από τον Αύγουστο. Και αυτοί ζουν με δύο τσάντες και λίγα υπάρχοντα, καθώς τα υπόλοιπα πράγματά τους φιλοξενούνται σε φίλους ή σε αποθήκες, μιας και το δωμάτιο δεν επαρκεί για να χωρέσει ολόκληρη τη ζωή τους. «Όσο καθαρό κι αν είναι το ξενοδοχείο, παραμένει ένα low-budget κατάλυμα», επισημαίνει η Λένα. Δεν υπάρχει χώρος για τα ρούχα, ούτε κουζίνα, ούτε κανένας χώρος που να προσφέρει μια αίσθηση θαλπωρής. Τα λιγοστά υπάρχοντα παραμένουν στοιβαγμένα στις καρέκλες, στο πάτωμα, σε κάθε ελεύθερη γωνιά. Κάποιοι προπληρώνουν για δεκαπέντε ημέρες, μετά για άλλες δεκαπέντε, και έτσι καταλήγουν να ξοδεύουν ολόκληρο το μηνιάτικο τους για ένα δωμάτιο λίγων τετραγωνικών μέτρων.

Ανάμεσα σε αυτούς τους προσωρινούς ενοίκους βρίσκεται και η Χριστίνα, 44 ετών, η οποία ζει στην Αθήνα εδώ και έντεκα χρόνια. Εργάζεται ως διασώστρια στο λιμάνι του Πειραιά, με μισθό 800 ευρώ. Μέχρι πρόσφατα, έμενε στον Κορυδαλλό, σε ένα μικρό διαμέρισμα 32 τ.μ. Το σπίτι ήταν παλιό, με συνεχή προβλήματα στα υδραυλικά. Εξαιτίας των διαρροών, ο λογαριασμός νερού εκτοξεύτηκε κάποια στιγμή στα 1.000 ευρώ. Ο ιδιοκτήτης δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί στις απαραίτητες επισκευές ούτε να καλύψει τα χρέη. Επιπλέον, ο γείτονας, που αντιμετώπιζε προβλήματα υγρασίας λόγω των διαρροών, εξέφραζε καθημερινά την αγανάκτησή του. «Άρχισα να φοβάμαι ότι η κατάσταση θα ξεφύγει», λέει η Χριστίνα. Έφυγε άρον άρον, χωρίς να έχει βρει πού θα πάει. Η μεταφορική εταιρεία παρέλαβε τα πράγματά της, για την αποθήκευση των οποίων πληρώνει η ίδια. Κράτησε μόνο δύο σακβουαγιάζ. Από τις αρχές Οκτωβρίου, διαμένει στο ίδιο ξενοδοχείο, πληρώνοντας 28 ευρώ την ημέρα, καθώς της έγινε μια καλύτερη τιμή – η αρχική ήταν 35 ευρώ.

«Νιώθω ότι η κατάστασή μου είναι εξευτελιστική. Έπρεπε να ζητήσω χρήματα από τον πατέρα μου, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ στο παρελθόν. Στο ξενοδοχείο, όμως, δεν μπορώ ούτε να μαγειρέψω, οπότε τρώω κάθε μέρα απ’ έξω», τονίζει. Σκοπός της είναι να βρει ένα σπίτι μέχρι την 1η Δεκεμβρίου. «Ψάχνω κυρίως στη Νίκαια και τον Κορυδαλλό. Μπορώ να διαθέσω μέχρι 400 ευρώ, που είναι ο μισός μισθός μου, και είμαι διατεθειμένη να μείνω ακόμα και σε ημιυπόγειο. Όμως, μέχρι στιγμής, δεν έχω βρει ούτε ένα σπίτι με αυτά τα χαρακτηριστικά που να είναι αξιοπρεπές».

Στα στενά γύρω από την Ομόνοια, ζει και ένας άλλος ένοικος της προσωρινότητας: ο Φώτης. Στα 33 του, μάγειρας από τη Λήμνο, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα τον Οκτώβριο. Είχε συγκεντρώσει χρήματα από την καλοκαιρινή σεζόν, είχε συνεννοηθεί με μια ταβέρνα για δουλειά και είχε βρει – τουλάχιστον στα χαρτιά – και σπίτι. Το διαμέρισμα βρισκόταν στην πλατεία Βικτωρίας και το ενοίκιο ήταν 300 ευρώ. Οι φωτογραφίες έδειχναν έναν μικρό, αλλά αξιοπρεπή χώρο. Όταν έφτασε, ωστόσο, αντίκρισε μια εντελώς διαφορετική εικόνα: οι τοίχοι ήταν κιτρινισμένοι, το μπάνιο πολύ παλιό και η μυρωδιά έντονη. Το περιγράφει με μία λέξη: «άθλιο». «Δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχα δει». Ενημέρωσε τον μεσίτη ότι δεν θα το νοικιάσει. Άφησε τα πράγματά του σε έναν φίλο, ακόμα και τον υπολογιστή του, κρατώντας μόνο μια βαλίτσα. Έτσι ξεκίνησε η δική του περιπλάνηση στην περιοχή της Ομόνοιας: από ένα ξενοδοχείο σε ένα άλλο, λίγο πιο φτηνό. Στο πρώτο πλήρωνε 30 ευρώ, ενώ στο δεύτερο πληρώνει 25 ευρώ τη νύχτα.

«Τρώω από τις οικονομίες που έκανα κατά τη διάρκεια της σεζόν», λέει. Και συνεχίζει: «Δεν προλαβαίνω να τηλεφωνήσω σε μια αγγελία και μου λένε ότι το σπίτι έχει ήδη νοικιαστεί. Δεν ξέρω σε ποιους τα δίνουν, αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι σαφώς υπερτιμημένα. Έχω δημοσιεύσει αγγελίες σε σελίδες στο Facebook και ψάχνω μήπως βρω κάτι με αυτόν τον τρόπο». Πρόσφατα, είδε ένα σπίτι που του φάνηκε καλό. Ήταν διατεθειμένος να το νοικιάσει, αλλά ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε ένα έγγραφο από τον εργοδότη του, στο οποίο να δηλώνεται ότι σκοπεύει να τον κρατήσει στη δουλειά και με τι μισθό. Ο Φώτης, που δεν έχει συμπληρώσει ούτε έναν μήνα στη δουλειά, διστάζει, αλλά θα προσπαθήσει να πείσει τον εργοδότη του να τον βοηθήσει.

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μάντη, μεσίτη που δραστηριοποιείται στο κέντρο της Αθήνας, ιστορίες όπως αυτές του Φώτη και της Χριστίνας πληθαίνουν διαρκώς. «Υπάρχει και μια επιπλέον κατηγορία. Το 5% όσων απευθύνονται σε μένα είναι δημόσιοι υπάλληλοι από την περιφέρεια που μετακομίζουν στην Αθήνα και καταλήγουν να μένουν σε ξενοδοχεία για εβδομάδες, ίσως και μήνες. Κάτι που είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα ενοίκια που ζητούν οι ιδιοκτήτες είναι δυσβάσταχτα για έναν υγειονομικό ή έναν νεοδιόριστο εκπαιδευτικό». Όπως εξηγεί ο κ. Μάντης, τα καταλύματα τύπου Airbnb σπάνια αποτελούν μια μακροχρόνια λύση, καθώς, με τις προμήθειες και τις χρεώσεις τους, καταλήγουν συχνά πιο ακριβά από τα ξενοδοχεία. «Πολλοί, στο τέλος, συμβιβάζονται», λέει. «Νοικιάζουν ένα σπίτι που δεν τους καλύπτει, απλά και μόνο για να νιώσουν ότι ξεκινούν τη ζωή τους».

Η Λένα, πίσω από το γκισέ του ξενοδοχείου, έχει μάθει να αναγνωρίζει τη στιγμή που κάποιος βρίσκει σπίτι, πριν καν της το ανακοινώσει. «Το βλέπεις στο πρόσωπό τους», λέει. «Σαν να τους φεύγει ένα βάρος. Έρχονται και μας το λένε γεμάτοι χαρά. Με τους περισσότερους, άλλωστε, έχουμε αναπτύξει μια φιλική σχέση. Χαιρόμαστε κι εμείς μαζί τους». Και έπειτα, λίγες ώρες μετά το check-out, καταφθάνει κάποιος άλλος. Ίσως με μια βαλίτσα λίγο πιο γεμάτη, ίσως με μια ιστορία λίγο διαφορετική, αλλά πάντα με τον ίδιο προορισμό: ένα σπίτι που δεν έχει βρεθεί ακόμη.