Η εφορία σαρώνει τραπεζικούς λογαριασμούς - Μπλόκο σε ΑΦΜ από την ΑΑΔΕ

ΑΑΔΕ: Αυστηροί έλεγχοι σε τραπεζικούς λογαριασμούς και ΑΦΜ – Τι αλλάζει

Επιχειρήσεις
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) εντείνει τις προσπάθειες για την πάταξη της φοροδιαφυγής, εφαρμόζοντας ένα επιθετικό σχέδιο δράσης που περιλαμβάνει τον αυτοματοποιημένο έλεγχο προσαύξησης περιουσίας και την στοχευμένη απενεργοποίηση «ύποπτων» Αριθμών Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ). Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες στοχεύουν στη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλοιού γύρω από φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που παρουσιάζουν «ασυμφωνίες» μεταξύ των δηλωμένων εισοδημάτων και των πραγματικών οικονομικών ροών, καθώς και σε ζητήματα που αφορούν τη φορολογική ταυτότητα.

Στον πυρήνα αυτής της νέας στρατηγικής βρίσκεται το Σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας, το οποίο παρέχει στη φορολογική διοίκηση τη δυνατότητα να αναλύει σε βάθος τραπεζικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα. Σκοπός είναι να εντοπίζονται γρήγορα περιπτώσεις όπου τα δηλωθέντα εισοδήματα δεν δικαιολογούν καταθέσεις, επενδύσεις ή αποκτήσεις περιουσιακών στοιχείων. Τα πρώτα αποτελέσματα των διασταυρώσεων έχουν ήδη οδηγήσει στο άνοιγμα και την ολοκλήρωση ελέγχων σε περισσότερους από 1.500 τραπεζικούς λογαριασμούς, για τους οποίους υπήρχαν ενδείξεις φοροδιαφυγής ή ξεπλύματος χρήματος.

Οι έλεγχοι αυτοί δεν περιορίζονται πλέον στις απλές καταθέσεις, αλλά επεκτείνονται και σε δάνεια, πιστωτικές κάρτες, πράξεις ρέπος, επενδυτικά προϊόντα, μετοχές, ηλεκτρονικά πορτοφόλια, ασφαλιστικά συμβόλαια και τραπεζικές θυρίδες. Με αυτόν τον τρόπο, η ΑΑΔΕ αποκτά μια πλήρη εικόνα της οικονομικής συμπεριφοράς κάθε ΑΦΜ για μια περίοδο έως και πέντε ετών. Το αυτοματοποιημένο σύστημα BANCAPP διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, καθώς μέσω αυτού αποστέλλονται μαζικά και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση αιτήματα άρσης τραπεζικού και χρηματοοικονομικού απορρήτου προς τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Όταν εντοπίζεται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, η διαφορά θεωρείται φορολογητέο εισόδημα και υπόκειται σε φόρο που μπορεί να φτάσει έως και το 33%.

Παράλληλα, τα ευρήματα των ελέγχων περιουσίας τροφοδοτούν άμεσα το δεύτερο σκέλος της στρατηγικής, το οποίο αφορά την απενεργοποίηση ΑΦΜ που έχουν αποκτηθεί με ψευδή ή παραποιημένα στοιχεία. Η φορολογική διοίκηση προβαίνει σε άμεσες ενέργειες όταν διαπιστώνεται η χρήση πλαστών ταυτοποιητικών εγγράφων ή ανακριβών δηλώσεων κατά την απόκτηση ΑΦΜ, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ενέργεια από τον φορολογούμενο. Με αυτόν τον τρόπο, ο έλεγχος της περιουσίας δεν οδηγεί μόνο σε καταλογισμό φόρων, αλλά και σε «μπλοκάρισμα» της ίδιας της φορολογικής ταυτότητας σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις περιπτώσεις όπου το ύποπτο ΑΦΜ συνδέεται με επιχειρηματική δραστηριότητα. Εάν ένα φυσικό πρόσωπο του οποίου το ΑΦΜ απενεργοποιείται συμμετέχει ως μοναδικός εταίρος ή μέλος σε νομικό πρόσωπο, προβλέπεται ταυτόχρονη απενεργοποίηση και του ΑΦΜ της εταιρείας. Αυτή η πρακτική στοχεύει άμεσα στην εξάρθρωση εταιρειών «κελυφών», οι οποίες συχνά χρησιμοποιούνται για εικονικές συναλλαγές, απόκρυψη εισοδημάτων και διακίνηση «μαύρου» χρήματος.

Στον ίδιο άξονα εντάσσονται και οι έλεγχοι για φορολογούμενους που φαίνεται να κατέχουν περισσότερους από έναν ΑΦΜ. Η κατοχή πολλαπλών φορολογικών ταυτοτήτων θεωρείται ύποπτη και, εάν δεν υπάρξει συμμόρφωση για την απενεργοποίηση των επιπλέον ΑΦΜ, η εφορία προχωρά αυτεπάγγελτα, έπειτα από αξιολόγηση των δηλώσεων εισοδήματος, των περιουσιακών στοιχείων, των εταιρικών συμμετοχών και των οφειλών.